cure

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkjʊər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kjʊr/ ,USA pronunciation: respelling(kyŏŏr)

Inflections of 'cure' (v): (⇒ conjugate)
cures
v 3rd person singular
curing
v pres p
cured
v past
cured
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: cure, curé

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cure n (remedy)θεραπεία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)γιατρειά ουσ θηλ
 They haven't found a cure for AIDS.
 Ακόμη δεν βρέθηκε θεραπεία για το ΑΙDS.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αρρώστια σου δεν παίρνει γιατρειά!
cure n (recovery)αποθεραπεία ουσ θηλ
  ανάρρωση ουσ θηλ
 His cure took a long time.
 Η ανάρρωσή του πήρε πολύ καιρό.
cure n figurative (solution to problem) (μεταφορικά: λύση)θεραπεία ουσ θηλ
  συνταγή αντιμετώπισης φρ ως ουσ θηλ
 The government is searching for a cure to their budget problems.
 Η κυβέρνηση ψάχνει μια συνταγή αντιμετώπισης για τα προβλήματα με τον προϋπολογισμό της.
cure [sb],
cure [sb] of [sth]
vtr
(heal of an illness) (κάποιον από κάτι)θεραπεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)γιατρεύω ρ μ
 How long did it take to cure you of that disease?
 Πόσος καιρός χρειάστηκε για να θεραπευτείς από την ασθένεια;
cure [sth] vtr (illness: make better)θεραπεύω, καταπολεμώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)γιατρεύω ρ μ
 You can't cure cancer by diet alone.
 Δε μπορείς να θεραπεύσεις τον καρκίνο μόνο με τη διατροφή.
cure [sth] vtr (food: preserve)παστώνω ρ μ
 This ham is cured, not cooked.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cure vi (heal) (για τραύμα)κλείνω ρ αμ
  (γενικά)θεραπεύομαι ρ αμ
  (γενικά, καθομιλουμένη)γίνομαι καλά ρ έκφρ
 That cut on your arm has cured nicely.
 Το κόψιμο στο χέρι του έχει κλείσει καλά.
cure [sth] vtr often passive (concrete: harden) (σκυρόδεμα, μπετόν)κάνω συντήρηση σε κτ, κάνω συντήρηση του κτ έκφρ
 Once poured, the concrete needs to be cured.
cure [sth] vtr (rubber: vulcanize)βουλκανίζω ρ μ
 The rubber is heated to 160°C in order to cure it.
cure [sth] vtr (plastic: harden)σκληραίνω ρ μ
 Treating the plastic with ultraviolet light cures it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curé n (parish priest in France)ιερέας ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cure | curé
ΑγγλικάΕλληνικά
cure yourself of [sth] v expr (get over, rid yourself of) (μεταφορικά)γιατρεύομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  απαλλάσσομαι από κτ ρ μ + πρόθ
  (συνήθεια)ξεπερνάω ρ μ
 The teacher told the insolent student that he needed to cure himself of his attitude.
cure-all n (universal remedy)πανάκεια ουσ θηλ
 Their latest policies are by no means a cure-all for the economy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cure' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: cure [cancer, AIDS, polio], [found, try] a new cure (for), cured his [cancer, disease, insomnia], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cure στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cure».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!