WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
cure n | (remedy) | θεραπεία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | γιατρειά ουσ θηλ |
| They haven't found a cure for AIDS. |
| Ακόμη δεν βρέθηκε θεραπεία για το ΑΙDS. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αρρώστια σου δεν παίρνει γιατρειά! |
cure n | (recovery) | αποθεραπεία ουσ θηλ |
| | ανάρρωση ουσ θηλ |
| His cure took a long time. |
| Η ανάρρωσή του πήρε πολύ καιρό. |
cure n | figurative (solution to problem) (μεταφορικά: λύση) | θεραπεία ουσ θηλ |
| | συνταγή αντιμετώπισης φρ ως ουσ θηλ |
| The government is searching for a cure to their budget problems. |
| Η κυβέρνηση ψάχνει μια συνταγή αντιμετώπισης για τα προβλήματα με τον προϋπολογισμό της. |
cure [sb], cure [sb] of [sth]⇒ vtr | (heal of an illness) (κάποιον από κάτι) | θεραπεύω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | γιατρεύω ρ μ |
| How long did it take to cure you of that disease? |
| Πόσος καιρός χρειάστηκε για να θεραπευτείς από την ασθένεια; |
cure [sth]⇒ vtr | (illness: make better) | θεραπεύω, καταπολεμώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | γιατρεύω ρ μ |
| You can't cure cancer by diet alone. |
| Δε μπορείς να θεραπεύσεις τον καρκίνο μόνο με τη διατροφή. |
cure [sth] vtr | (food: preserve) | παστώνω ρ μ |
| This ham is cured, not cooked. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
cure⇒ vi | (heal) (για τραύμα) | κλείνω ρ αμ |
| (γενικά) | θεραπεύομαι ρ αμ |
| (γενικά, καθομιλουμένη) | γίνομαι καλά ρ έκφρ |
| That cut on your arm has cured nicely. |
| Το κόψιμο στο χέρι του έχει κλείσει καλά. |
cure [sth]⇒ vtr | often passive (concrete: harden) (σκυρόδεμα, μπετόν) | κάνω συντήρηση σε κτ, κάνω συντήρηση του κτ έκφρ |
| Once poured, the concrete needs to be cured. |
cure [sth] vtr | (rubber: vulcanize) | βουλκανίζω ρ μ |
| The rubber is heated to 160°C in order to cure it. |
cure [sth] vtr | (plastic: harden) | σκληραίνω ρ μ |
| Treating the plastic with ultraviolet light cures it. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
curé n | (parish priest in France) | ιερέας ουσ αρσ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: