treat

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtriːt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/trit/ ,USA pronunciation: respelling(trēt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
treat [sb] vtr (behave towards)φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ ρ αμ + πρόθ
 He treats her badly.
 Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα.
treat [sth] vtr (act as if)αντιμετωπίζω ρ μ
 She treated the situation as if nothing had happened.
 Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
treat [sb] vtr (pay, offer [sth] special)κερνάω, κερνώ ρ μ
 Do you fancy going out for dinner tonight? I'll treat you!
 Έχεις όρεξη να βγούμε για φαγητό απόψε; Θα σε κεράσω εγώ!
treat [sb],
treat [sb] to [sth]
vtr
(pay for [sb])κερνάω, κερνώ ρ μ
  (όχι γεύμα ή ποτό)κάνω δώρο ρ μ + ουσ ουδ
  (επίσημο)προσφέρω ρ μ
 She treated her friend to lunch.
 He treated her to a weekend at a spa.
 Κέρασε τον φίλο της μεσημεριανό.
 Της έκανε δώρο ένα σαββατοκύριακο σε σπα.
treat [sb] vtr (attempt to cure)περιποιούμαι, φροντίζω ρ μ
  (εισαγωγή σε νοσοκομείο)νοσηλεύω ρ μ
 The doctor treated the patient.
 Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή.
treat [sth] with [sth] vtr + prep (medicate using)θεραπεύω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  αντιμετωπίζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  (η πάθηση)θεραπεύομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
  αντιμετωπίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Headaches are often treated with aspirin.
 Οι πονοκέφαλοι αντιμετωπίζονται συχνά με ασπιρίνη.
treat [sb] with [sth] vtr + prep often passive (show an attitude of)συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ ρ μ + πρόθ
 Your elders deserve to be treated with respect.
 Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό.
treat n ([sth] special)έκπληξη ουσ θηλ
  δώρο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I have a treat for her. I made her a card and will surprise her tomorrow.
 Της έχω μια έκπληξη. Της έφτιαξα μια κάρτα και θα της την δώσω αύριο.
treat n ([sth] special: food)λιχουδιά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μόνο πληθυντικός)καλούδια ουσ θηλ πλ
 We have a treat for the kids after dinner.
 Έχουμε μια λιχουδιά για τα παιδιά μετά το βραδινό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
treat n ([sth] special: animal)μεζεδάκι ουσ ουδ
  λιχουδιά ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 They gave the dog one of his treats for performing the trick.
treat n ([sth] offered)κέρασμα ουσ ουδ
  κερνάω ρ αμ
 Do you want to go out for a drink? My treat!
 Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ!
treat [sth] vtr (act upon)χειρίζομαι ρ μ
  διαχειρίζομαι ρ αμ
  αντιμετωπίζω ρ αμ
 I intend to treat this matter seriously.
treat [sth] vtr (cover, in a text or speech)αναλύω, συζητώ ρ μ
  καλύπτω ρ μ
 The article didn't even treat the main issue.
treat [sth] vtr (apply to [sth])εφαρμόζω σε κτ ρ μ + πρόθ
  περνάω με κτ ρ μ + πρόθ
 He treated the table with a protective cleaning solution.
 Εφάρμοσε ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα στο τραπέζι.
 Πέρασε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Dutch treat,
dutch treat
n
US, figurative, slang (meal, etc.: cost is shared)ο καθένας πληρώνει τα δικά του
Σχόλιο: Also used attributively.
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Their meal was a Dutch treat; she refused to let him pay for it all.
go Dutch,
also US: go Dutch treat,
go dutch treat
v expr
informal (share the cost of a meal)μοιράζομαι το κόστος περίφρ
 When my boyfriend and I eat out, we always go Dutch.
handle [sth/sb] with kid gloves,
treat [sth/sb] with kid gloves
v expr
figurative (grant special treatment to)μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι έκφρ
  φέρομαι σε κπ με το γάντι έκφρ
 He's having a rough day so you'd better handle him with kid gloves.
ill-treat [sb/sth] vtr (abuse)κακομεταχειρίζομαι ρ μ
treat [sb] harshly vtr + adv (be unfair or unkind to [sb])φέρομαι σκληρά σε κπ έκφρ
  (μεταφορικά)κακομεταχειρίζομαι ρ μ
 The teacher treated her students very harshly when she screamed at them for talking during the lecture.
treat [sb] like dirt v expr informal (be disrespectful to [sb])φέρομαι άσχημα σε κπ έκφρ
  φέρομαι σε κπ σαν να ήταν σκουπίδι έκφρ
treat yourself vtr + refl (indulge in [sth] pleasurable)κακομαθαίνω τον εαυτό μου έκφρ
  κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου έκφρ
treat yourself to [sth] v expr (indulge in [sth] pleasurable)κακομαθαίνω τον εαυτό μου με κτ έκφρ
  κάνω δώρο κτ στον εαυτό μου έκφρ
trick or treat,
trick-or-treat
n
(Halloween tradition)έθιμο του Χαλοουίν
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Trick or treat's the only thing I like about Hallowe'en.
Trick or treat! interj (at Halloween) (σπάνιο)φάρσα ή κέρασμα περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The kids knocked on the door and shouted: "Trick or treat!"
 Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα και φώναξαν: «Φάρσα ή κέρασμα!»
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'treat' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: treat your [friends, customers, family, employees] [well], a [special, real, rare] treat, UK: (has) [cleaned, polished, come] up a treat, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση treat στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «treat».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!