• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curer n (alternative healer)εναλλακτικός θεραπευτής, εναλλακτική θεραπεύτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  θεραπευτής εναλλακτικής ιατρικής, θεραπεύτρια εναλλακτικής ιατρικής φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν ενδιαφέρει άμεσα το είδος της θεραπείας, μεταφράζεται και μονολεκτικά ως θεραπευτής, θεραπεύτρια.
curer n ([sb] or [sth] that cures) (άτομο)θεραπευτής, θεραπεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (υλικό, σκεύασμα)θεραπεία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση curer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «curer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!