WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| curer n | (alternative healer) | εναλλακτικός θεραπευτής, εναλλακτική θεραπεύτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| | | θεραπευτής εναλλακτικής ιατρικής, θεραπεύτρια εναλλακτικής ιατρικής φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν ενδιαφέρει άμεσα το είδος της θεραπείας, μεταφράζεται και μονολεκτικά ως θεραπευτής, θεραπεύτρια. |
| curer n | ([sb] or [sth] that cures) (άτομο) | θεραπευτής, θεραπεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (υλικό, σκεύασμα) | θεραπεία ουσ θηλ |