crucial

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkruːʃəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkruʃəl/ ,USA pronunciation: respelling(kro̅o̅shəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crucial adj (very important, essential) (πολύ σημαντικός)κρίσιμος επίθ
  καίριας σημασίας περίφρ
 You omitted crucial information from your report.
 Παρέλειψες κρίσιμες πληροφορίες από την αναφορά σου.
crucial adj (critical, decisive)κρίσιμος, αποφασιστικός επίθ
 It's a crucial moment for the Serbian Olympic team.
 Είναι μια κρίσιμη στιγμή για την Ολυμπιακή ομάδα της Σερβίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crucial' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: it is crucial that you [don't forget, go, remember], is crucial for [success, understanding], was crucial in [preparing, determining, preparing]..., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crucial στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crucial».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!