WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| vital adj | (necessary) | ζωτικής σημασίας, κρίσιμης σημασίας φρ ως επίθ |
| | | απαραίτητος, αναγκαίος επίθ |
| | | ζωτικός, κρίσιμος επίθ |
| | The student asked the library to order the book, as it was vital to her essay. |
| | Η φοιτήτρια ζήτησε από τη βιβλιοθήκη να παραγγείλει το βιβλίο, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για την εργασία της. |
| vital adj | (of life) | ζωτικός επίθ |
| | | ζωτικής σημασίας φρ ως επίθ |
| | The heart performs a vital function; without it we would die. |
| | Η καρδιά εκτελεί μια ζωτική λειτουργία. Θα πεθαίναμε χωρίς αυτή. |
| vital adj | (person: energetic) | ζωντανός, ζωηρός επίθ |
| | | δυναμικός, ενεργητικός επίθ |
| | Robin is a vital presence and always livens things up at parties. |
| | Η Ρόμπιν είναι μια δυναμική παρουσία και πάντα δίνει ζωή στα πάρτι. |
| vitals npl | (anatomy: essential organs) (ανατομία) | ζωτικά όργανα φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | The soldier survived the battle with an injured arm, but with no damage to his vitals. |
| vitals npl | (essential parts of [sth]) | ζωτικό ουσ ουδ |
| | | τεράστιας σημασίας περίφρ |
| vitals npl | (vital signs) | ζωτικές ενδείξεις επίθ + ουσ θηλ πλ |
| | The patient is attached to a machine that monitors his vitals. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: