crew

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkruː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kru/ ,USA pronunciation: respelling(kro̅o̅)

From the verb crow: (⇒ conjugate)
crew is: Click the infinitive to see all available inflections
v past (Rare: mainly UK)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: crew, crow

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crew n (team on a boat, etc.)πλήρωμα ουσ ουδ
  (παλαιό)τσούρμο ουσ ουδ
 Judith wants me to join her crew when she sails to New Zealand.
 Η Τζούντιθ θέλει να γίνω μέλος του πληρώματος όταν σαλπάρει για Νέα Ζηλανδία.
crew n (sport: rowing)κωπηλασία ουσ θηλ
 Linda likes to row, so she plans to go out for crew.
 Στη Λίντα αρέσει να τραβάει κουπί, σχεδιάζει λοιπόν να πάει για κωπηλασία.
crew n (group)παρέα ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)τσούρμο ουσ ουδ
 After we cleaned up the playground, the whole crew went out for pizza.
 Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα.
crew [sth] vtr (serve on: a vessel)επανδρώνω ρ μ
 That yacht is crewed by professional sailors.
 Αυτό το ιστιοφόρο είναι επανδρωμένο με επαγγελματίες ναύτες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crew n informal (social group)παρέα ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομ)παλιοπαρέα ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)τσούρμο ουσ ουδ
 Jake was at the party with his brothers and their girlfriends -- the usual crew.
crew vi (serve on a vessel) (σε πλοίο)εργάζομαι, δουλεύω ρ αμ
  είμαι μέλος του πληρώματος ρ έκφρ
 George had never before crewed on a cargo ship.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crow n (black bird)κοράκι ουσ ουδ
  κόρακας ουσ αρσ
 The crows scare the other birds away from the birdbath.
 Τα κοράκια διώχνουν τα άλλα πουλιά από τη λιμνούλα των πουλιών.
crow n (sound of rooster) (του πετεινού)λάλημα ουσ ουδ
  (καθομ, παιδικό)κικιρίκου ουσ ουδ άκλ
 Lucy can imitate a rooster's crow perfectly.
 Η Λούσυ μιμείται τέλεια το λάλημα του κόκκορα.
crow vi (make rooster-like sound)λαλάω, λαλώ ρ αμ
  (καθομ, παιδικό)κάνω κικιρίκου ρ έκφρ
 Charles always wakes up when the rooster starts crowing.
 Ο Τσαρλς πάντα ξυπνά όταν ο κόκκορας αρχίσει να λαλεί.
crow vi figurative, informal (brag) (καθομιλουμένη)κοκορεύομαι ρ αμ
 "I said I would win and I did," Jesse crowed.
 «Είπα πως θα νικήσω και νίκησα», κοκορεύτηκε η Τζες.
crow about [sth],
crow over [sth]
vi + prep
figurative, informal (brag about) (για κάτι)κοκορεύομαι ρ αμ
 Steve is crowing about his perfect test score.
 Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crew | crow
ΑγγλικάΕλληνικά
cabin crew n (staff of a plane or ship)πλήρωμα καμπίνας φρ ως ουσ ουδ
 The friendly smiles of the cabin crew put the passengers at ease.
crew cut n (army haircut)αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 His crew cut and posture made it clear he was a military man.
crew cut n (very short haircut)αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The boys on the team all have crew cuts.
crew leader n (head of a team) (εργάτες)υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου περίφρ
  (πλοίο, ναυτικοί)αρχηγός πληρώματος, επικεφαλής πληρώματος περίφρ
crew member n ([sb] in a working team) (σκάφος)μέλος του πληρώματος φρ ως ουσ ουδ
  (γενικά)μέλος της ομάδας φρ ως ουσ ουδ
 The ship sank with 35 crew members on board.
crew neck n (neckline: round)στρογγυλή λαιμόκοψη επίθ + ουσ θηλ
 The t-shirt had a crew neck as opposed to a V neck
crew neck n (top: rounded neckline)μπλούζα με στρογγυλή λαιμόκοψη φρ ως ουσ θηλ
 Because it was his day off, he threw on a crew neck instead of a collared shirt.
crew-neck n as adj (having a rounded neckline)με στρογγυλή λαιμόκοψη περίφρ
crew sock n US, usually plural (sports sock)αθλητική κάλτσα επίθ + ουσ θηλ
 The label on the package said "crew socks", but I'd always just called them "socks".
crew-cut n as adj (hair: very short)κοντοκουρεμένος μτχ πρκ
  (κατά λέξη)ξυρισμένα στα πλαϊνά και κοντοκουρεμένα στο κέντρο
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective comes before the noun it modifies.
 You could tell he was a Marine from his crew-cut hair.
film crew n (team filming a movie or video)κινηματογραφικό συνεργείο επίθ + ουσ ουδ
 A film crew is following the singer around for a documentary.
flight crew n (staff of a plane)ιπτάμενο προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
Σχόλιο: Used with a plural verb
ground crew n (airline employees)πλήρωμα, προσωπικό εδάφους έκφρ
 The ground crew safely guided the plane to the terminal gate.
motley crew n informal (varied group)ετερογενής ομάδα, ανομοιογενής ομάδα επίθ + ουσ θηλ
operating crew n (team in charge of aircraft, etc.)πλήρωμα ουσ ουδ
  (κατά λέξη)πλήρωμα υπεύθυνο για τη λειτουργία περίφρ
pirate crew n (team of sea robbers)πειρατικό πλήρωμα επίθ + ουσ ουδ
  μέλη πειρατικού πληρώματος περίφρ
 In "The Pirates of Penzance" the same men's chorus doubles as policemen and as pirate crew.
road maintenance crew n (team who carry out roadworks)συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών περίφρ
  συνεργείο συντήρησης οδών περίφρ
 A road maintenance crew is inspecting the structure of the bridge.
stage crew n (theatre technicians) (θέατρο)τεχνικό προσωπικό σκηνής περίφρ
work crew n (team)προσωπικό ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crew' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a crew member, has a crew cut, in the crew quarters, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crew στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crew».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!