corn

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɔːrn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kɔrn/ ,USA pronunciation: respelling(kôrn)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
corn n uncountable (cereal plant: maize)καλαμπόκι ουσ ουδ
  (επίσημο)αραβόσιτος ουσ αρσ
 The children played hide and seek in the tall corn.
 Τα παιδιά παίζαν κρυφτό μέσα στο ψηλό καλαμπόκι.
corn n uncountable (cereal grain: maize)καλαμπόκι ουσ ουδ
 Mary scattered corn for the chickens.
 Η Μαίρη σκόρπισε καλαμπόκι για τα κοτόπουλα.
corn,
sweetcorn
n
uncountable (maize: eaten as vegetable)καλαμπόκι ουσ ουδ
 Corn is sweetest when it has been picked just before it is cooked.
 Corn and carrots are the only vegetables my children like.
 Το καλαμπόκι είναι πιο γλυκό όταν μαζευτεί ακριβώς πριν μαγειρευτεί. // Το καλαμπόκι και τα καρότα είναι τα μόνα λαχανικά που τρώνε τα παιδιά μου.
corn n UK, uncountable (cereal crop, esp. wheat)δημητριακά ουσ ουδ πλ
 The field was a sea of golden corn, rippling in the breeze.
corn n countable (foot condition)κάλος ουσ αρσ
  (επίσημο: ιατρική)τύλος ουσ αρσ
 Aunty’s corns hurt when she walked, so she sat down to rest.
 Ο κάλος της θείας την πονούσε όταν περπατούσε και έτσι κάθισε να ξεκουραστεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
corn n countable (individual seed)κόκκος ουσ αρσ
 A tea made with ginger and a few corns of pepper will cure a cold.
corn [sth] vtr (preserve with brine)παστώνω ρ μ
  διατηρώ σε άλμη περίφρ
 In those days, every butcher knew how to corn beef.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
baby corn n (miniature ears of maize)καλαμπόκι baby, baby καλαμπόκι περίφρ
barleycorn n uncountable (barley)κριθάρι ουσ ουδ
barleycorn n (grain of barley)κριθάρι ουσ ουδ
barleycorn n archaic (unit of measure)μονάδα μέτρησης μήκους ίση με το 1/3 της ίντσας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
barleycorn n (textiles: type of weave)ύφανση barleycorn φρ ως ουσ θηλ
blue corn n (cereal crop) (ποικιλία καλαμποκιού)μπλε καλαμπόκι επίθ + ουσ ουδ
 Blue corn tortillas don't really taste much different from regular corn tortillas, but they look distinctive.
candy corn n US (traditional American sweets)καραμέλα που μοιάζει με σπόρο καλαμποκιού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
corn bread n (bread made with cornmeal)καλαμποκίσιο ψωμί ουσ ουδ
 I bake my corn bread with jalapenos mixed in it.
corn cake (corn bread)καλαμποκόψωμο ουσ ουδ
corn chip n usually plural (savory snack food)τσιπς από καλαμπόκι, τσιπς καλαμποκιού φρ ως ουσ ουδ πλ
corn chowder n US (thickened soup containing maize)σούπα βελουτέ με καλαμπόκι περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
corn dog n US (battered sausage)λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The vendor asked Joe if he wanted ketchup on his corn dog.
corn flakes,
cornflakes
n
(breakfast cereal: flakes of corn)νιφάδες καλαμποκιού φρ ως ουσ θηλ πλ
  (καθομιλουμένη)κορν φλέικς ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: used with a singular or plural verb
Σχόλιο: κορν φλέικς: άκλιτο, ξενικό
 Corn flakes is a very common breakfast in America.
corn flour n (flour made from corn)καλαμποκάλευρο ουσ ουδ
corn flour n UK (constarch)άνθος αραβοσίτου φρ ως ουσ ουδ
  (ξενικό)κορν φλάουρ ουσ ουδ
corn grits npl US (semolina made from maize)χοντρό καλαμποκάλευρο επίθ + ουσ ουδ
corn husk n (shell of an ear of maize) (που περιβάλλουν το κοτσάνι)φύλλα καλαμποκιού περίφρ
 Tamales are cooked wrapped in corn husks.
corn meal,
cornmeal
n
(flour made from corn)καλαμποκάλευρο ουσ ουδ
 Corn tortillas are made with cornmeal.
corn muffin n (small cake made with cornmeal)μάφιν καλομποκιού, κεκάκι καλαμποκιού περίφρ
  μάφιν με καλαμποκάλευρο, κεκάκι με καλαμποκάλευρο περίφρ
corn mush n (soft bread made of cornmeal) (είδος ψωμιού)καλαμποκόψωμο ουσ ουδ
  (παλαιό)μπομπότα ουσ θηλ
corn oil n (cooking oil made from corn)καλαμποκέλαιο ουσ ουδ
 Corn oil, or maize oil, is mainly used for cooking.
corn on the cob n (cooked ear of sweetcorn)ψητό καλαμπόκι ουσ ουδ
 I always have to floss my teeth after eating corn on the cob.
corn plaster n (foot dressing) (πατούσα, πόδι: κάλος)τσιρότο για κάλους περίφρ
  (επίσημο)επίθημα κάλων φρ ως ουσ ουδ
corn salad,
lamb's lettuce,
mache
n
(leafy vegetable)λυκοτρίβολο ουσ ουδ
corn salad n (mixed sweetcorn and vegetables)σαλάτα με καλαμπόκι και λαχανικά φρ ως ουσ θηλ
  καλαμποκοσαλάτα ουσ θηλ
corn silk n (powder from maize stigmas) (είδος σκόνης)σκόνη από μουστάκια καλαμποκιού περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Cornsilk is used to treat infections of the urinary and genital system.
corn silk n (maize stigmas) (μεταφορικά: ίνες καλαμποκιού)μουστάκια, γένια, μαλλιά ουσ ουδ πλ
  φούντα ουσ θηλ
  (επίσημο: γεωπονία)τριχοειδής κλωστές επίθ + ουσ θηλ πλ
 I love corn on the cob, but I hate trying to get the corn silk off the cobs.
corn snake,
red rat snake
n
(reptile)καλαμποκόφιδο ουσ ουδ
corn syrup n (liquid fructose)σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης φρ ως ουσ ουδ
 This candy is sweetened with corn syrup.
corn tassel n (hair-like stigmas on end of ear of maize) (μεταφορικά: καλαμποκιού)μουστάκια, μαλλιά, γένια ουσ ουδ πλ
  φούντα ουσ θηλ
  (επίσημο)τριχοειδείς κλωστές επίθ + ουσ θηλ
 When the corn tassels turn brown, the corn is ready for harvest.
corn-fed adj UK (poultry: raised on corn)που τρέφεται με καλαμπόκι περίφρ
corn-fed adj US (beef: raised on corn)που έχει τραφεί με καλαμπόκι περίφρ
corn-fed adj US, informal, figurative (naive, unsophisticated)αδαής επίθ
  απλοϊκός επίθ
  ανεπιτήδευτος επίθ
  (αποδοκιμασίας)χωριάτης επίθ
corncob,
corn cob
n
(hard core of ear of maize) (κέντρο του καλαμποκιού)κότσαλο ουσ ουδ
corncrake,
landrail,
corn crake,
land rail
n
(grain-eating bird) (είδος πτηνού)ορτυκομάνα ουσ θηλ
corned beef,
corn beef
n
US, Can (preserved salt beef)παστό μοσχαρίσιο κρέας φρ ως ουσ ουδ
  κορν μπιφ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Although "corn beef" is used sometimes, "corned beef" is much more common.
 On St. Patrick's Day, Irish Americans enjoy a dish of corned beef and cabbage for supper.
 Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό.
cornmeal,
corn meal
n
(ground corn)καλαμποκάλευρο ουσ ουδ
  αραβοσιτάλευρο ουσ ουδ
  (παλαιό)μπομποτάλευρο ουσ ουδ
  μπομπότα ουσ θηλ
 These tortillas are made with cornmeal.
ear of corn n (seed bearing spike of corn)καλαμπόκι ουσ ουδ
 She was so hungry that she ate three ears of corn.
Indian corn n (cereal: maize)αραβόσιτος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)καλαμπόκι ουσ ουδ
 Multi-colored Indian Corn is often used in the fall for decorations.
sweet corn,
sweetcorn
n
(maize)αραβόσιτος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)καλαμπόκι ουσ ουδ
 Sweetcorn can be eaten on the cob, or the kernels can be cut off.
white lightning,
corn whiskey,
corn liquor
n
US (liquor made with maize)χειροποίητο λικέρ από καλαμπόκι
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'corn' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: corn [oil, syrup, flour, starch], [pepper, wheat, cereal] corns, [ground, whole, powdered] (pepper) corns, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση corn στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «corn».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!