grit

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɡrɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/grɪt/ ,USA pronunciation: respelling(grit)

Inflections of 'grit' (v): (⇒ conjugate)
grits
v 3rd person singular
gritting
v pres p
gritted
v past
gritted
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grit n (dirt) (ανάλογα το υλικό)άμμος ουσ ουδ
  πετραδάκι ουσ ουδ
  αμμοχάλικο ουσ ουδ
  (μεταφορικά: στο μάτι)σκουπιδάκι ουσ ουδ
 Mike had a bit of grit stuck in his eye and had to stop to get it out.
 Ο Μάικ είχε ένα σκουπιδάκι στο μάτι του και έπρεπε να σταματήσει για να το βγάλει.
grit n (abrasive substance)σκουπιδάκι ουσ ουδ
  κόκκος ουσ αρσ
  υπόλειμμα ουσ ουδ
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από τα συφραζόμενα καθώς δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 James tried to wipe the grit off of his DVD, and accidentally scratched the disk.
grit n (determination, strength)σθένος, θάρρος ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κότσια ουσ ουδ πλ
 The firefighter had true grit, and he went back into that burning building for the old lady's cat.
 Ο πυροσβέστης είχε πράγματι κότσια και επέστρεψε στο φλεγόμενο κτίριο για τη γάτα της ηλικιωμένης κυρίας.
grits npl US (corn porridge)χυλός από μπομπότα περίφρ
 When Fred was young he always had grits for breakfast.
 Όταν ο Φρεντ ήταν μικρός, έτρωγε πάντα χυλό από μπομπότα για πρωινό.
grit [sth] vtr UK (spread grit on [sth])στρώνω κτ με άμμο έκφρ
 A lorry gritted the roads in preparation for the icy weather.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grit n (abrasive texture of sandpaper)υφή ουσ θηλ
 This sandpaper's fine grit is good for creating a smooth surface finish.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
grit your teeth v expr (clamp jaw shut)τρίζω τα δόντια περίφρ
 The dog gritted its teeth.
grit your teeth v expr (show anger or determination) (μεταφορκά)δείχνω τα δόντια μου έκφρ
grit your teeth and do [sth] v expr figurative (endure [sth](μεταφορικά)σφίγγω τα δόντια και κάνω κτ έκφρ
 Bill had no choice but to grit his teeth and put up with the situation.
pennant,
pennant grit
n
(type of sandstone)είδος ψαμμίτη της Ουαλίας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The scientists made a surprising discovery of pennant at the excavation site.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grit' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: covered in grit from the [road, hike], wipe the grit off your face, wipe the grit out of your eyes, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grit στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grit».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!