WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
grit n | (dirt) (ανάλογα το υλικό) | άμμος ουσ ουδ |
| | πετραδάκι ουσ ουδ |
| | αμμοχάλικο ουσ ουδ |
| (μεταφορικά: στο μάτι) | σκουπιδάκι ουσ ουδ |
| Mike had a bit of grit stuck in his eye and had to stop to get it out. |
| Ο Μάικ είχε ένα σκουπιδάκι στο μάτι του και έπρεπε να σταματήσει για να το βγάλει. |
grit n | (abrasive substance) | σκουπιδάκι ουσ ουδ |
| | κόκκος ουσ αρσ |
| | υπόλειμμα ουσ ουδ |
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από τα συφραζόμενα καθώς δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| James tried to wipe the grit off of his DVD, and accidentally scratched the disk. |
grit n | (determination, strength) | σθένος, θάρρος ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κότσια ουσ ουδ πλ |
| The firefighter had true grit, and he went back into that burning building for the old lady's cat. |
| Ο πυροσβέστης είχε πράγματι κότσια και επέστρεψε στο φλεγόμενο κτίριο για τη γάτα της ηλικιωμένης κυρίας. |
grits npl | US (corn porridge) | χυλός από μπομπότα περίφρ |
| When Fred was young he always had grits for breakfast. |
| Όταν ο Φρεντ ήταν μικρός, έτρωγε πάντα χυλό από μπομπότα για πρωινό. |
grit [sth]⇒ vtr | UK (spread grit on [sth]) | στρώνω κτ με άμμο έκφρ |
| A lorry gritted the roads in preparation for the icy weather. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
grit n | (abrasive texture of sandpaper) | υφή ουσ θηλ |
| This sandpaper's fine grit is good for creating a smooth surface finish. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: