• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cope with [sth/sb] vtr phrasal insep (person: handle, deal with)τα βγάζω πέρα έκφρ
  (πρόβλημα, κατάσταση)διαχειρίζομαι ρ μ
 It is astonishing the way she manages to raise a family, hold a full-time job and cope with a bed-ridden mother, all at the same time.
 Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να τα βγάζει πέρα με την κατάκοιτη μητέρα της.
 Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.
cope with [sth] vi + prep (struggle against: conditions) (μεταφορικά)παλεύω, μάχομαι ρ μ
  δίνω μάχη έκφρ
  αντιμετωπίζω ρ μ
 Renoir coped with severe rheumatoid arthritis for the last 25 years of his life.
cope with [sth] vtr phrasal insep (machine, etc.: handle a volume, load)μπορώ να επεξεργαστώ κτ έκφρ
  (σε ορισμένες περιπτώσεις)παίρνω ρ μ
 My washing machine can only cope with small loads.
 Το πλυντήριό μου παίρνει μόνο μικρά φορτία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cope with' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cope with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cope with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!