church

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'church', 'Church': /tʃɜːtʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/tʃɝtʃ/ ,USA pronunciation: respelling(chûrch)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: church, Church

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
church n (building)εκκλησία ουσ θηλ
  ναός ουσ αρσ
  (συνήθως σε όνομα)ιερός ναός επίθ + ουσ αρσ
 There are three churches located within a few blocks of here.
 Υπάρχουν τρεις εκκλησίες λίγα τετράγωνα από εδώ.
 Υπάρχουν τρεις ναοί λίγα τετράγωνα από εδώ.
 Ο γάμος θα γίνει στον ιερό ναό του Αγίου Ανδρέα.
church n (denomination)δόγμα ουσ ουδ
 Which church do you belong to?
 Σε ποιο δόγμα ανήκεις;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
church n (worship)εκκλησία ουσ θηλ
 Yes, we go to church every Sunday.
church n (Christianity) (θεσμός)Εκκλησία ουσ ουδ κύρ
 The Church has a lot to say about personal morality.
church n as adj (relating to a church)εκκλησιαστικός επίθ
  της εκκλησίας περίφρ
 Are you going to the church fete on Saturday?
 Θα πάτε στο πανηγύρι της εκκλησίας το Σάββατο;
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα μου άρεσε η εκκλησιαστική μουσική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the Church n (Catholic church)Εκκλησία ουσ θηλ κύρ
  (κατά λέξη)Καθολική Εκκλησία επίθ + ουσ θηλ κύρ
 The Church rejects pre-marital sex.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
church | Church
ΑγγλικάΕλληνικά
bell,
church bell
n
(large: rung in tower)καμπάνα ουσ θηλ
 Father Brown is going to let Alistair ring the bell next Sunday before church.
 Ο Πατέρας Μπράουν θα αφήσει τον Άλιστερ να χτυπήσει την καμπάνα την επόμενη Κυριακή πριν την εκκλησία.
church bells npl (bells in church tower)εκκλησιαστικές καμπάνες ουσ θηλ πλ
 The church bells are cast from bronze using the lost wax process.
church bells npl (sound of church bells ringing)κωδωνοκρουσίες ουσ θηλ πλ
 Nearing the town, we heard church bells in the distance.
church choir n (religious singing group)εκκλησιαστική χορωδία επίθ + ουσ θηλ
 My sister sings in our local church choir.
church minister n (member of the clergy) (καθομιλουμένη)παππάς της εκκλησίας περίφρ
  ιερέας της εκκλησίας περίφρ
  (προτεσταντισμός)πάστορας της εκλλησίας περίφρ
church music n (music played in a church)εκκλησιαστική μουσική ουσ θηλ
church school n US (school run by a church)εκκλησιαστικό σχολείο επίθ + ουσ ουδ
church school n UK (school run by Church of England)εκκλησιαστικό σχολείο επίθ + ουσ ουδ
church service n (gathering for formal worship)εκκλησιαστική λειτουργία επίθ + ουσ θηλ
  εκκλησία ουσ θηλ
  λειτουργία ουσ θηλ
church wedding n (religious marriage ceremony)θρησκευτικός γάμος ουσ αρσ
 They had a civil ceremony in June but she still wants a real church wedding.
established church (religion)επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία φρ ως ουσ θηλ
go to church v expr (attend religious services)πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία έκφρ
 David goes to church with his family every Sunday morning.
parish church n (local place of worship)ενοριακός ναός ουσ αρσ
  ενοριακή εκκλησία ουσ θηλ
 They got married in a quaint little parish church that only has room for about thirty people.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'church' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [Catholic, Protestant, Methodist, Anglican] church, a church [fundraiser, gathering, event], a [Gothic, Roman, medieval] church, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση church στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «church».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!