character

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkærɪktər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkærɪktɚ/ ,USA pronunciation: respelling(karik tər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
character n (fiction, theatre: person) (λογοτεχνία: άτομο)ήρωας, ηρωίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (και για τα δύο γένη)χαρακτήρας
 This play has well-written characters.
 Αυτό το έργο έχει καλογραμμένους χαρακτήρες.
character n (moral quality)χαρακτήρας ουσ αρσ
 The character of my employees is important to me.
 Ο χαρακτήρας των υπαλλήλων μου είναι σημαντικός για μένα.
character n (writing symbol) (σύμβολο γραφής)χαρακτήρας ουσ αρσ
 Each written character represents a sound.
 Κάθε γραπτός χαρακτήρας αντιπροσωπεύει έναν ήχο.
character n (computers: any symbol)χαρακτήρας ουσ ουδ
  σύμβολο ουσ ουδ
 The screen was filled with random characters.
 Η οθόνη γέμισε με τυχαία σύμβολα.
character n informal (person) (καθομιλουμένη)τύπος, τύπισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (αργκό)τυπάς
 I don't know what that character's doing, but I am next in line!
 Δεν ξέρω τι κάνει αυτός ο τύπος, αλλά εγώ είμαι η επόμενη στη σειρά!
character n informal (odd person) (ανεπίσημο)μορφή ουσ θηλ
 Old Man Jenkins is quite a character.
 Ο Γερο-Τζένκινς είναι ιδιαίτερη μορφή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
character n (nature)χαρακτήρας, τύπος ουσ αρσ
  φύση ουσ θηλ
 It's not in his character to tell lies.
character n (reputation)υπόληψη, τιμή ουσ θηλ
  φήμη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)όνομα, πρόσωπο ουσ ουδ
 His unjustified accusations have damaged my character!
character n (thing: special qualities) (μεταφορικά)χαρακτήρας ουσ αρσ
  προσωπικότητα ουσ θηλ
 I love this piano; it has a lot of character!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
build character vtr + n (reinforce moral values)φτιάχνω χαρακτήρα περίφρ
cartoon character n (in comic, animation)χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων περίφρ
  (καθομιλουένη, μτφ)καρτούν ουσ ουδ άκλ
 Bugs Bunny, Mickey Mouse and Popeye are all cartoon characters.
character actor n (plays quirky roles)ηθοποιός που υποδύεται εκκεντρικούς χαρακτήρες
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Thom aspired to be a character actor, not a lead.
character string n (sequence of symbols)στοιχειοσειρά χαρακτήρων περίφρ
  σειρά χαρακτήρων, ακολουθία χαρακτήρων περίφρ
 Computer programmers must distinguish character strings from numbers.
character trait n (behavioural characteristic) (για συμπεριφορά ατόμου)στοιχείο χαρακτήρα, γνώρισμα χαρακτήρα περίφρ
  χαρακτηριστικό ουσ ουδ
 He has a lot of nasty character traits.
character witness n (court: testifier)μάρτυρας χαρακτήρα φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  μάρτυρας ήθους φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The character witness testified that the doctor was honest.
character-driven adj (fiction: reliant on character) (πλοκή μυθιστορήματος)καθοδηγούμενος από τους χαρακτήρες περίφρ
  εξαρτώμενος από τους χαρακτήρες περίφρ
  character-driven επίθ άκλ
colorful character (US),
colourful character (UK)
n
figurative (outgoing or eccentric person)πληθωρικός χαρακτήρας επίθ + ουσ αρσ
  εξωστρεφής τύπος, κοινωνικός τύπος επίθ + ουσ αρσ
  έντονος χαρακτήρας επίθ + ουσ αρσ
in character adj (actor: as if playing a role)που έχει μπει στο πετσί του ρόλου έκφρ
in character adv (actor: as if playing a role)στο πετσί του ρόλου έκφρ
in character adj (typical of [sb])του χαρακτήρα μου έκφρ
  χαρακτηριστικός επίθ
in character adv (in a typical way)χαρακτηριστικά επίρ
main character n (protagonist)πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ήρωας, ηρωίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Willy Loman is the main character of the play Death of a Salesman.
 Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου».
OCR n initialism (optical character recognition)OCR ουσ ουδ άκλ
out of character expr (not typical of [sb])ασυνήθιστος για κπ έκφρ
  που δεν συνάδει με τον χαρακτήρα κπ περίφρ
 Ivan is usually such a mild-mannered guy; that outburst was totally out of character.
specific character n (distinguishing qualities)ιδιαίτερος χαρακτήρας έκφρ
stock character (recognizable character)αναγνωρίσιμος χαρακτήρας επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'character' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: has a [strong, independent] character, a [popular, much-loved, well-known] character actor, is a [commendable, deplorable, approachable, flawed] character, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση character στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «character».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!