chapped

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃæpt/

From the verb chap: (⇒ conjugate)
chapped is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: chapped, chap

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chapped adj (skin: made sore by the cold) (από το κρύο)σκασμένος μτχ πρκ
 After a day skiing, I was glad to warm my chapped hands and face by the fire.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chap n UK, informal (guy) (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  νεαρός ουσ αρσ
  άντρας ουσ αρσ
  (απρόσωπο)τύπος ουσ αρσ
 I like Geoff; he's a nice chap.
chaps npl (cowboys' leather trouser coverings)δερμάτινες περισκελίδες επίθ + ουσ θηλ πλ
 The cowboy always wore chaps over his jeans when riding horses.
 Ο γελαδάρης πάντα φορούσε δερμάτινες περισκελίδες πάνω από το τζιν του όταν ίππευε.
chap vi (lips, skin: crack)σκάω, σκάζω ρ αμ
  ξεφλουδίζω ρ αμ
 My lips are chapping in this dry air.
 Τα χείλη μου έχουν σκάσει με αυτόν τον ξηρό αέρα.
chap [sth] vtr (lips, skin: cause to crack)σκάω, σκάζω ρ μ
  ξεφλουδίζω ρ μ
 The cold winter wind will chap your lips unless you protect them.
 Ο κρύος χειμερινός αέρας θα σου σκάσει τα χείλη αν δεν τα προστατεύσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chap,
chap.
n
written, abbreviation (chapter) (σντμ: κεφάλαιο)κεφ. ουσ ουδ άκλ
 For homework, please read chap. 5.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
chap | chapped
ΑγγλικάΕλληνικά
Chap Stick,
ChapStick,
chapstick,
chap stick
n
® (lip balm)λιποζάν ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: As a registered trademark, “Chap Stick” should be capitalized, but it is often not capitalized in informal communication.
 I always keep a Chap Stick handy in case my lips get dry.
funny chap n UK, informal (amusing man)διασκεδαστικός τύπος επίθ + ουσ αρσ
 Although he's not the brightest person on earth, he's a funny chap. You can always count on him to cheer you up.
funny chap n UK, informal (strange man)ιδιόρρυθμος τύπος επίθ + ουσ αρσ
  μυστήριος τύπος, περίεργος τύπος επίθ + ουσ αρσ
 What a funny chap! He's the only person I know who uses a fork to have his soup, instead of a spoon.
old chap n UK, informal (elderly man)ηλικιωμένος μτχ πρκ
  (άκομψο)γέρος επίθ ως ουσ αρσ
  (καθομ, μτφ: με συμπάθεια)παππούς ουσ αρσ
  μπάρμπας ουσ αρσ
 Those old chaps over there must have fought in the war.
 The old chap has been in poor shape recently.
old chap interj UK, informal (male friend) (καθομιλουμένη)παλιόφιλος ουσ αρσ
  (πιο σύγχρονο)φιλαράκι ουσ ουδ
 Hello there, old chap. Long time, no see.
old chap n UK, slang, figurative, euphemism (penis) (αργκό, ευφημισμός)λούτσος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πουλί ουσ ουδ
 I'm tired; I think I'll be keeping the old chap in my pants tonight.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chapped' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chapped στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chapped».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!