WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
furry adj | (with lots of hair) | μαλλιαρός, τριχωτός επίθ |
| (έμφαση στην υφή) | χνουδωτός επίθ |
| (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) | γουνάτος επίθ |
| Kate loved furry animals and liked to save stray cats and dogs. |
| Η Κέιτ αγαπούσε τα μαλλιαρά ζώα και της άρεσε να σώζει αδέσποτα γατιά και σκυλιά. |
furry adj | figurative (with [sth] like fur) (μεταφορικά) | που είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα περίφρ |
| (πιο γενικό) | ανάγλυφος επίθ |
| The inside of the kettle is furry; I'll descale it. |
| The old pizza was furry with mold. |
| Το εσωτερικό της κατσαρόλας είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα, θα πρέπει να την καθαρίσω από τα άλατα. // Η παλιά πίτσα ήταν σαν να έβγαλε τρίχωμα από μούχλα. |
furry n | informal (furry animal) | μαλλιαρό ζώο επίθ + ουσ ουδ |
| The animal charity takes in cats and dogs, as well as other furries like rabbits, guinea pigs, and mice. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
furry n | informal (animal character enthusiast) | λάτρης των ανθρωπόμορφων ζώων περίφρ |
| The two furries were dressed as a tiger and a wolf. |