buyer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbaɪər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbaɪɚ/ ,USA pronunciation: respelling(bīər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
buyer n (purchasing agent)υπεύθυνος αγορών, υπεύθυνη αγορών φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 Maisy is a buyer for a major department store.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
buyer n ([sb] who is buying)αγοραστής, αγοράστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  πελάτης, πελάτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 That car is already sold--the buyer will pick it up tomorrow.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
promissory buyer n ([sb] who undertakes legally to purchase [sth](νομική)συμβαλλόμενος σε υποσχετική δικαιοπραξία έκφρ
senior buyer n (retail: head purchaser of goods) (λιανικό εμπόριο)κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'buyer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: buyer protection, looking for a buyer for, am a first-time home buyer, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση buyer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «buyer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!