brief

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbriːf/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/brif/ ,USA pronunciation: respelling(brēf )

Inflections of 'brief' (adj):
briefer
adj comparative
briefest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brief adj (short: in time)σύντομος επίθ
  που δεν διαρκεί πολύ περίφρ
  που δεν κρατάει πολύ περίφρ
 My consultation with the doctor was very brief.
 Η εξέταση του γιατρού ήταν σύντομη.
brief adj (short: in length)σύντομος επίθ
 We only have a brief report.
brief adj (speaking concisely)συνοπτικός επίθ
  σύντομος επίθ
 I'm afraid we don't have much time left, you'll have to be brief.
 Φοβάμαι ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και γι' αυτό θα πρέπει να είσαι σύντομος.
brief adj (clothing: scanty, skimpy)αποκαλυπτικός επίθ
 Mrs. Winston thought the woman's dress was too brief for the venue.
 Η κυρία Γουίνστον θεώρησε ότι το φόρεμα της γυναίκας ήταν πολύ αποκαλυπτικό για το μέρος.
brief adj (curt)απότομος επίθ
  (καθομιλουμένη)κοφτός επίθ
 The concierge was very brief when I asked him about a good restaurant nearby.
 Ο θυρωρός ήταν πολύ απότομος όταν τον ρώτησα εάν υπάρχει κάποιο καλό εστιατόριο εδώ κοντά.
brief n (summary talk)ενημέρωση ουσ θηλ
 The brief didn't provide any new information on the case.
 Η ενημέρωση δεν μας έδωσε καινούριες πληροφορίες για την υπόθεση.
briefs npl (men's underpants)σλιπ ουσ ουδ άκλ
 Men's briefs and boxers are on sale today, but women's underwear is not.
brief [sb] vtr (give a summary talk)ενημερώνω κπ συνοπτικά ρ μ + επίρ
  κάνω μια σύντομη ενημέρωση σε κπ έκφρ
  (πιο γενικά)ενημερώνω ρ μ
 The Chief Inspector briefed her officers prior to the raid.
brief [sb] on [sth],
brief [sb] about [sth]
vtr + prep
(apprise of) (κπ για κτ)ενημερώνω ρ μ
 The chief briefed his agents on the recent developments of the case.
 Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brief n (law: statement of support)δήλωση υποστήριξης φρ ως ουσ θηλ
  δήλωση συμπαράστασης φρ ως ουσ θηλ
 The lawyer's brief was persuasive.
brief n UK (outline of a task)περιγραφή εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  (πιο απλά)εργασία ουσ θηλ
  (για μαθητές)θέμα ουσ ουδ
 The students' brief is to fill a sketchbook with drawings relating to their chosen theme.
brief n UK, informal (lawyer)δικηγόρος ουσ αρσ/θηλ
 I'm not making a statement until I've talked to my brief.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
catch a glimpse of [sth/sb],
catch a brief glimpse of [sth/sb]
v expr
(perceive briefly)βλέπω στα πεταχτά περίφρ
  (μεταφορικά)παίρνει το μάτι μου έκφρ
  (έμφαση στη μικρή διάρκεια)ίσα που προλαβαίνω να δω περίφρ
 I caught a glimpse of Peter as he walked past my house.
in brief adv (briefly, in summary)εν συντομία έκφρ
 The managing director explained the situation to us in brief.
make a brief assessment v expr (appraise or judge [sth] quickly)κάνω μια σύντομη αξιολόγηση έκφρ
meeting brief n (statement of a meeting's aims)περίληψη στόχων συνεδρίασης, σύνοψη στόχων συνεδρίασης περίφρ
  (κυβερνητικά στελέχη)περίληψη στόχων διάσκεψης, σύνοψη στόχων διάσκεψης περίφρ
news in brief n (summary of news stories)τίτλοι ειδήσεων έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'brief' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: take (part in) a brief survey, read a brief article (about), went for a brief [walk, stroll, cycle], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση brief στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «brief».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!