WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
brief adj | (short: in time) | σύντομος επίθ |
| | που δεν διαρκεί πολύ περίφρ |
| | που δεν κρατάει πολύ περίφρ |
| My consultation with the doctor was very brief. |
| Η εξέταση του γιατρού ήταν σύντομη. |
brief adj | (short: in length) | σύντομος επίθ |
| We only have a brief report. |
brief adj | (speaking concisely) | συνοπτικός επίθ |
| | σύντομος επίθ |
| I'm afraid we don't have much time left, you'll have to be brief. |
| Φοβάμαι ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και γι' αυτό θα πρέπει να είσαι σύντομος. |
brief adj | (clothing: scanty, skimpy) | αποκαλυπτικός επίθ |
| Mrs. Winston thought the woman's dress was too brief for the venue. |
| Η κυρία Γουίνστον θεώρησε ότι το φόρεμα της γυναίκας ήταν πολύ αποκαλυπτικό για το μέρος. |
brief adj | (curt) | απότομος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | κοφτός επίθ |
| The concierge was very brief when I asked him about a good restaurant nearby. |
| Ο θυρωρός ήταν πολύ απότομος όταν τον ρώτησα εάν υπάρχει κάποιο καλό εστιατόριο εδώ κοντά. |
brief n | (summary talk) | ενημέρωση ουσ θηλ |
| The brief didn't provide any new information on the case. |
| Η ενημέρωση δεν μας έδωσε καινούριες πληροφορίες για την υπόθεση. |
briefs npl | (men's underpants) | σλιπ ουσ ουδ άκλ |
| Men's briefs and boxers are on sale today, but women's underwear is not. |
brief [sb]⇒ vtr | (give a summary talk) | ενημερώνω κπ συνοπτικά ρ μ + επίρ |
| | κάνω μια σύντομη ενημέρωση σε κπ έκφρ |
| (πιο γενικά) | ενημερώνω ρ μ |
| The Chief Inspector briefed her officers prior to the raid. |
brief [sb] on [sth], brief [sb] about [sth] vtr + prep | (apprise of) (κπ για κτ) | ενημερώνω ρ μ |
| The chief briefed his agents on the recent developments of the case. |
| Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
brief n | (law: statement of support) | δήλωση υποστήριξης φρ ως ουσ θηλ |
| | δήλωση συμπαράστασης φρ ως ουσ θηλ |
| The lawyer's brief was persuasive. |
brief n | UK (outline of a task) | περιγραφή εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
| (πιο απλά) | εργασία ουσ θηλ |
| (για μαθητές) | θέμα ουσ ουδ |
| The students' brief is to fill a sketchbook with drawings relating to their chosen theme. |
brief n | UK, informal (lawyer) | δικηγόρος ουσ αρσ/θηλ |
| I'm not making a statement until I've talked to my brief. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: