WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
flurry, flurry of [sth] n | (snow: light, brief shower) | σύννεφο ουσ ουδ |
| | | στρόβιλος ουσ αρσ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές, αν και συνήθως αποδίδεται κατά περίπτωση. |
| | A flurry of snow blew across the field. |
| flurry of [sth] n | (sudden, large number of [sth]) (μεταφορικά) | κύμα ουσ ουδ |
| | | καταιγισμός ουσ αρσ |
| | The newspaper received a flurry of angry editorial submissions every time the government did something. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| flurry⇒ vi | (fall in sudden shower) (έμφαση στη χιονόπτωση) | πέφτω ρ αμ |
| | (έμφαση στο είδος της κίνησης) | στροβιλίζομαι ρ αμ |
| | The snow was flurrying down outside. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: