braking

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbreɪkɪŋ/

From the verb brake: (⇒ conjugate)
braking is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: braking, brake

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
braking n uncountable (applying brakes: stopping)φρενάρισμα ουσ ουδ
  (επίσημο)πέδηση ουσ θηλ
 Braking takes longer in wet conditions.
braking adj (relating to brakes)των φρένων περίφρ
  (σε γενική)πέδησης ουσ θηλ
 The car's faulty braking mechanism was blamed for the crash.
 Ο ελαττωματικός μηχανισμός πέδησης του αυτοκινήτου θεωρήθηκε υπεύθυνος για το ατύχημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brake n often plural (vehicle: stopping device)φρένο ουσ ουδ
 The driver hit the brake, but the car skidded several feet on the ice.
 Ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο γλίστρησε αρκετά μέτρα πάνω στον πάγο.
brake vi (driver: stop vehicle)φρενάρω ρ αμ
  πατάω φρένο περίφρ
 The driver braked when he saw the cat by the side of the road.
 Ο οδηγός πάτησε φρένο όταν είδε τη γάτα στην άκρη του δρόμου.
a brake on [sth] n figurative ([sth] that slows progress) (σε κτ)εμπόδιο ουσ ουδ
  (μεταφορικά: σε κτ)φρένο ουσ ουδ
 Opposition to the minister's bill from his own party was a brake on his plans.
 Η αντίθεση στο νομοσχέδιο του υπουργού από το ίδιο του το κόμμα έβαλε φρένο στα σχέδιά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brake n (area of dense plant growth)συστάδα δέντρων φρ ως ουσ θηλ
  (για θάμνους)λόχμη ουσ θηλ
  (πιο γενικά)πυκνόφυτη περιοχή επίθ + ουσ θηλ
 Lots of snakes live in the brake where the cane grows.
brake,
brake harrow
n
(tool to break up dirt)σβάρνα ουσ θηλ
brake n (machine: crushes flax)μη διαθέσιμη μετάφραση
 To separate the fibers of the flax seeds, you have to use a brake.
brake [sth] vtr (crush [sth] with brake)σβαρνίζω ρ μ
  σπάω, σπάζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
braking | brake
ΑγγλικάΕλληνικά
braking power n (strength of vehicle's brakes)δύναμη πέδησης φρ ως ουσ θηλ
rear-braking adj (having a mechanism to stop back wheels)οπίσθιας πέδησης φρ ως επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'braking' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση braking στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «braking».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!