baked



From the verb bake: (⇒ conjugate)
baked is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: baked, bake

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baked adj (cooked in the oven)ψητός επίθ
  ψημένος μτχ πρκ
 Maria's baked chicken is famous in our family.
 Το ψητό κοτόπουλο της Μαρίας είναι φημισμένο στην οικογένειά μας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baked adj figurative, slang (intoxicated by marijuana) (αργκό)μαστουρωμένος, φτιαγμένος μτχ πρκ
 You won't get a sensible reply from him; he's baked.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bake [sth] vtr (cook in the oven)ψήνω ρ μ
 Bake the cake for half an hour, then check to see if it is done. My grandma bakes delicious cakes.
 Ψήσε το κέικ για μισή ώρα κι έπειτα κοίτα να δεις εάν είναι έτοιμο.
bake [sth] vtr (heat in a kiln, etc.)ψήνω ρ μ
 Pottery is baked in a kiln.
 Τα πήλινα αντικείμενα ψήνονται σε καμίνια.
bake [sth] vtr (harden by heat) (κάτι: λόγω θερμότητας)σκληραίνω ρ μ
  (μεταφορικά)ψήνω ρ μ
 The driveway is muddy now, but the sun will bake it soon.
 Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα.
bake vi (be cooked in the oven)ψήνομαι ρ αμ
 I'm going to have a cup of tea while my cake is baking.
 Θα πιω μια κούπα τσάι όσο ψήνεται το κέικ μου.
bake vi (become hardened by heat) (λόγω θερμότητας)σκληραίνω ρ αμ
  (μεταφορικά)ψήνομαι ρ αμ
 The mud baked under the sun and dried up within an hour.
 Η λάσπη σκλήρυνε από τον ήλιο και στέγνωσε μέσα σε μια ώρα.
 Η λάσπη ψήθηκε από τον ήλιο και στέγνωσε μέσα σε μια ώρα.
bake vi figurative, informal (weather, atmosphere: be hot) (μεταφορικά, καθομ)είναι φούρνος έκφρ απρ
  (μεταφορικά, καθομ)σκάει ο τζίτζικας έκφρ απρ
 It's baking in here. Can't you open a window?
 Σκάει ο τζίτζικας εδώ μέσα. Δεν μπορείς να ανοίξεις ένα παράθυρο;
bake vi figurative, informal (person: feel hot) (μεταφορικά, καθομ)ψήνομαι, σκάω ρ αμ
 Phew! I'm baking. I'm going for a dip in the pool.
 Ουφ! Σκάω (or: Ψήνομαι). Θα πάω για μια βουτιά στην πισίνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bake n (oven-cooked dish) (σε γενική)φούρνου ουσ ως επίθ
  ψητός ουσ ουδ
  (με κρέμα γάλακτος)σουφλέ ουσ ουδ άκλ
 Try the pasta bake. It's delicious.
bake n (batch of baked goods)φουρνιά ουσ θηλ
 Mark set the oven too high and his bake was ruined.
bake n (Caribbean fried cake) (τηγανητό πιτάκι)bake ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Ο όρος δεν είναι γνωστός και αν απαιτείται η χρήση του παραμένει αμετάφραστος και συνοδεύεται από επεξήγηση.
 In Trinidad we ate delicious bakes sprinkled with sugar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
baked | bake
ΑγγλικάΕλληνικά
baked beans npl UK (canned haricot beans in sauce) (σε κονσέρβα)φασόλια σε σάλτσα ντομάτας φρ ως ουσ ουδ πλ
  φασόλια γιαχνί φρ ως ουσ ουδ πλ
  φασόλια σε κονσέρβα φρ ως ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My favourite quick supper is baked beans on toast with a poached egg on top.
 Το αγαπημένο μου πιάτο για ένα γρήγορο βραδινό είναι φασόλια σε σάλτσα ντομάτας πάνω σε ξεροψημένο ψωμί με ένα αβγό ποσέ από πάνω.
baked beans npl US, Can (baked in molasses, tomato)φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα φρ ως ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 In Quebec, we eat baked beans for breakfast.
 Στο Κεμπέκ για πρωινό τρώμε φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα.
baked goods npl (bread, cakes, pastries)αρτοσκευάσματα, γλυκίσματα ουσ ουδ πλ
 Jenny sells baked goods at the market.
baked in the cake,
baked-in-the-cake
adj
US, figurative, informal (inevitable)αναπόφευκτος επίθ
  (καθομιλουμένη)δεν το γλυτώνω με τίποτα έκφρ
Σχόλιο: Hyphens are used when the adjective precedes the noun
baked potato n (potato: oven cooked)ψητή πατάτα επίθ + ουσ θηλ
 His favorite meal is a rare filet mignon and a baked potato.
half-baked adj figurative (badly thought out)κακοσχεδιασμένος μτχ πρκ
  προχειροδουλειά ουσ θηλ
home-baked,
home baked
adj
(food: made at home) (για φαγητό)σπιτικός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'baked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [home, fresh] -baked [bread, cookies, loaves], [freshly, recently] baked [bread], selling baked goods, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση baked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «baked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!