| Κύριες μεταφράσεις |
bail out, also UK: bale out vi phrasal | informal, figurative (abandon [sth]) | εγκαταλείπω, παρατώ ρ μ |
| | (καθομ, μεταφορικά: κάποιον) | πουλάω ρ μ |
| | We were planning a party, but almost everybody bailed out. |
| | Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
bail out, also UK: bale out vi phrasal | (jump from plane) | εκτινάσσομαι ρ αμ |
| | The pilot bailed out just before his plane hit the trees. |
| | Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα. |
bail [sth] out, bail out [sth], also UK: bale [sth] out, bale out [sth] vtr phrasal sep | informal, figurative (help with money) | διασώζω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | ξελασπώνω ρ μ |
| | The government bailed out many large banks during the recession. |
| | Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση διέσωσε πολλές μεγάλες τράπεζες. |
bail [sb] out, bail out [sb], also UK: bale [sb] out, bale out [sb] vtr phrasal sep | (help with money) | πληρώνω την εγγύηση κπ περίφρ |
| | | εξαγοράζω την ποινή κπ περίφρ |
| | A relative bailed Ian out with a loan. |
| | Ένας συγγενής πλήρωσε την εγγύηση του Ίαν με δάνειο. |
bail [sb] out, bail out [sb], also UK: bale [sb] out, bale out [sb] vtr phrasal sep | informal, figurative (rescue) | σώζω, γλιτώνω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | ξελασπώνω ρ μ |
| | You can't expect your big brother to bail you out whenever you have a problem. |
| | Δεν μπορείς να περιμένεις ότι κάθε φορά που έχεις πρόβλημα, θα σε σώζει ο μεγάλος σου αδερφός. |
bail [sth] out, bail out [sth], also UK: bale [sth] out, bale out [sth] vtr phrasal sep | (boat: empty water) | αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ περίφρ |
| | The canoe is so full of water, it's about to sink; time to bail it out! |
| | Το κανό είναι γεμάτο με νερό και έτοιμο να βουλιάξει. Καιρός να αδειάσουμε τα νερά! |