bail out



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bail out,
also UK: bale out
vi phrasal
informal, figurative (abandon [sth])εγκαταλείπω, παρατώ ρ μ
  (καθομ, μεταφορικά: κάποιον)πουλάω ρ μ
 We were planning a party, but almost everybody bailed out.
 Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν.
bail out,
also UK: bale out
vi phrasal
(jump from plane)εκτινάσσομαι ρ αμ
 The pilot bailed out just before his plane hit the trees.
 Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα.
bail [sth] out,
bail out [sth],
also UK: bale [sth] out,
bale out [sth]
vtr phrasal sep
informal, figurative (help with money)διασώζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξελασπώνω ρ μ
 The government bailed out many large banks during the recession.
 Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση διέσωσε πολλές μεγάλες τράπεζες.
bail [sb] out,
bail out [sb],
also UK: bale [sb] out,
bale out [sb]
vtr phrasal sep
(help with money)πληρώνω την εγγύηση κπ περίφρ
  εξαγοράζω την ποινή κπ περίφρ
 A relative bailed Ian out with a loan.
 Ένας συγγενής πλήρωσε την εγγύηση του Ίαν με δάνειο.
bail [sb] out,
bail out [sb],
also UK: bale [sb] out,
bale out [sb]
vtr phrasal sep
informal, figurative (rescue)σώζω, γλιτώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξελασπώνω ρ μ
 You can't expect your big brother to bail you out whenever you have a problem.
 Δεν μπορείς να περιμένεις ότι κάθε φορά που έχεις πρόβλημα, θα σε σώζει ο μεγάλος σου αδερφός.
bail [sth] out,
bail out [sth],
also UK: bale [sth] out,
bale out [sth]
vtr phrasal sep
(boat: empty water)αδειάζω τα νερά από κτ, βγάζω τα νερά από κτ περίφρ
 The canoe is so full of water, it's about to sink; time to bail it out!
 Το κανό είναι γεμάτο με νερό και έτοιμο να βουλιάξει. Καιρός να αδειάσουμε τα νερά!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
bail out of [sth],
UK: bale out of [sth]
vtr phrasal insep
informal, figurative (end involvement)αποχωρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
  αποσύρομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθόμ: δραστηριότητα)παρατάω κτ ρ μ
 Eric bailed out of the project when the firm didn't pay him.
bail out on [sb],
UK: bale out on [sb]
vi phrasal + prep
informal, figurative (abandon: [sb])εγκαταλείπω, παρατάω ρ μ
  (μεταφορικά)αφήνω κπ στα κρύα του λουτρού έκφρ
 James bailed out on Chris and left him to do all the work on his own.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bail out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bail out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!