• WordReference
  • Definition
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trouble yourself with [sth/sb] v expr (bother to attend to)ανησυχώ για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  ασχολούμαι με κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)σκάω για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)μπαίνω στον κόπο να ασχοληθώ με κτ/κπ έκφρ
 Don't trouble yourself with the details, just read what's essential.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση trouble yourself with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «trouble yourself with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!