tend

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtɛnd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/tɛnd/ ,USA pronunciation: respelling(tend)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tend to do [sth] v expr (be inclined)έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ περίφρ
 Julia tends to get upset if anyone makes the slightest criticism of her work.
 Η Τζούλια έχει την τάση να αναστατώνεται εάν κάποιος κάνει την παραμικρή κριτική για τη δουλειά της.
tend to do [sth] v expr (is, does often)συνηθίζω να κάνω κτ περίφρ
  συνήθως κάνω κτ περίφρ
 I tend to do my homework before I eat dinner.
 Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο.
tend to [sth] vi + prep (attend to) (μεταφορικά)φροντίζω ρ μ
  ασχολούμαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Harriet went into the office to tend to some business.
 Η Χάριετ πήγε στο γραφείο για να ασχοληθεί με κάποιες δουλειές.
tend [sth] vtr (care for)φροντίζω ρ μ
 The shepherd tends his flocks.
 Ο βοσκός φροντίζει το κοπάδι του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
tend toward [sth],
tend towards [sth]
vi + prep
(be disposed, inclined to)έχω την τάση να, τείνω να ρ μ
 Certain writers tend towards exaggeration.
 Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν.
tend-and-befriend n (protective behaviour pattern)προστατευτική και στοργική συμπεριφορά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tend' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: tend to [agree, disagree] with him, [children, teenagers] tend to [need more time, be more active], tend (not) to think (that), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tend στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tend».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!