WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
latest thing n ([sth] newly popular) (μεταφορικά: π.χ. της μόδας)τελευταία λέξη επίθ + ουσ θηλ
  τελευταία μόδα, τελευταία τρέλα επίθ + ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)τελευταίο τρεντ επίθ + ουσ ουσ άκλ
 The latest thing in fashion will be out of date in two months.
latest thing n (newly-acquired habit)τελευταία συνήθεια επίθ + ουσ θηλ
  (ενίοτε αρνητικό)τελευταία τρέλα επίθ + ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)τελευταίο κόλλημα επίθ + ουσ ουδ
 Her latest thing is to sort her candies by color before eating them.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση latest thing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «latest thing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!