acre

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈeɪkər/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈeɪkɚ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling'acre': (ākər); 'Acre': (äkrə for 1; äkər, ākər for 2)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acre n usually plural (land measure: 4047 m²) (μονάδα εμβαδού)acre, έικρ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Στα ελληνικά θα αναφερόμασταν σε στρέμματα (1 acre ισούται περίπου με 4 στρέμματα).
 The Duke owns several thousand acres in the Highlands.
-acre adj (measuring a given number of acres) (μονάδα εμβαδού)acre, έικρ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Used in combination
Σχόλιο: Στα ελληνικά θα αναφερόμασταν σε στρέμματα (1 acre ισούται περίπου με 4 στρέμματα).
 My grandparents own a hundred-acre farm.
 Οι παππούδες μου έχουν ένα αγρόκτημα έκτασης εκατό acre.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση acre στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «acre».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!