| Κύριες μεταφράσεις |
| taught adj | (skill: acquired, not innate) | επίκτητος επίθ |
| | | που μαθαίνεται, που διδάσκεται περίφρ |
| | Skim-reading a text for general understanding is a taught skill. |
| | Το να ρίχνεις μια ματιά σε ένα κείμενο για να πιάσεις το γενικό νόημα είναι ικανότητα μαθαίνεται. |
| taught adj | (course: not research-based) | που διδάσκεται περίφρ |
| | | με διδασκαλία περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αναφέρεται σε μάθημα που βασίζεται σε διδασκαλία από καθηγητή και όχι σε προσωπική μελέτη και έρευνα. |
| | This is a taught course leading to an MSc in Information Technology. |
| | The faculty offers both taught and research-based programmes at master's level. |
| | Αυτό είναι ένα μάθημα που διδάσκεται και οδηγεί σε μάστερ στην πληροφορική. |
| Κύριες μεταφράσεις |
| teach⇒ vi | (give instruction) | διδάσκω ρ μ |
| | | κάνω μάθημα περίφρ |
| | (ως επάγγελμα) | είμαι καθηγητής ρ έκφρ |
| | When I grow up, I want to teach. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αρέσει πολύ να διδάσκει. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Tου αρέσει πολύ να κάνει μάθημα. |
| | Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω καθηγητής. |
| teach [sth]⇒ vtr | (give instruction in) | διδάσκω ρ μ |
| | | παραδίδω μάθημα περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω μάθημα περίφρ |
| | Brian wants to teach physics. |
| | Ο Μπράιαν θέλει να διδάξει φυσική. |
| | Ο Μπράιαν θέλει να παραδίδει μαθήματα φυσικής. |
| | Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής. |
| teach [sb]⇒ vtr | (educate) | διδάσκω ρ μ |
| | Lee hopes to teach young children. |
| | Ο Λι ελπίζει να διδάξει μικρά παιδιά. |
| teach [sb] [sth]⇒ vtr | (give instruction to [sb] in) | διδάσκω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | (όχι σε σχολείο) | μαθαίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | Ben teaches high school kids French and Spanish. |
teach [sb] to do [sth], teach [sb] how to do [sth] v expr | (instruct in technique) | διδάσκω κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | | μαθαίνω σε κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | Dave is teaching his teenage daughter to drive a car. |
| | Who taught you how to skate? |
| teach [sb] about [sth] vtr + prep | (give knowledge of) | μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | | ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | The clinic teaches people about health issues. |
| | Sonoko taught me about Japanese food and culture. |
| | Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| teach n | US, slang, abbreviation (teacher: term of address) | δάσκαλος, δασκάλα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (γυμνάσιο, λύκειο) | καθηγητής, καθηγήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (ευγενικό, σε κάθε περίπτωση) | κύριε, κυρία ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | How's it going, Teach? |