WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
acquisition n | ([sth] obtained) | απόκτημα ουσ ουδ |
| Piper's latest acquisition is a diamond necklace. |
| Το τελευταίο απόκτημα της Πάιπερ είναι ένα διαμαντένιο κολιέ. |
acquisition n | (purchase of a business) | εξαγορά ουσ θηλ |
| The large company's acquisition of the family-owned business made many local residents angry. |
| Η εξαγορά της οικογενειακής επιχείρησης από τη μεγάλη εταιρεία εξόργισε πολλούς κατοίκους της περιοχής. |
acquisition n | uncountable (act of obtaining) | απόκτηση ουσ θηλ |
| Mira's acquisition of a car enabled her to go wherever she wanted. |
| Μετά την απόκτηση αυτοκινήτου η Μάιρα μπορούσε να πάει όπου ήθελε. |
acquisition n | uncountable (process of learning) | εκμάθηση ουσ θηλ |
| Acquisition of a third language can be easier than the second. |
| Η εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας είναι πιο εύκολη από της δεύτερης. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: