walker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɔːkə/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɔkɚ/ ,USA pronunciation: respelling(wôkər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: walker, Zimmer frame
Ο όρος 'walker' παραπέμπει στον όρο 'Zimmer frame'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'walker' is cross-referenced with 'Zimmer frame'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
walker n (person who walks)αυτός που περπατάει περίφρ
  πεζοπόρος ουσ αρσ/θηλ
  (για άσκηση)αυτός που πηγαίνει για περπάτημα περίφρ
  (για χόμπυ)αυτός που του αρέσει το περπάτημα περίφρ
 The hills above Hadleigh are popular with walkers.
walker n (baby's walking device)περπατούρα, στράτα ουσ θηλ
 Our baby uses a walker.
walker n (frame to assist mobility) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)πι ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)περιπατητήρας ουσ αρσ
 Rose is able to walk short distances with the aid of a walker.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Zimmer frame,
zimmer frame,
walking frame,
walker
n
UK, ® (mobility aid) (καθομ: για περπάτημα)πι ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)βαδιστικό επίθ ως ουσ
  περιπατηρήρας ουσ αρσ
Σχόλιο: As a registered trademark, "Zimmer" should have an initial capital letter, but this is sometimes omitted in informal communications.
 My uncle uses a Zimmer frame because he has trouble walking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
walker | Zimmer frame
ΑγγλικάΕλληνικά
dog walker,
dogwalker
n
(person walking a dog)αυτός που βγάζει τον σκύλο βόλτα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
dog walker,
dogwalker
n
(person employed to walk dogs)άτομο που βγάζει βόλτα τον σκύλο έναντι αμοιβής
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
medical walker n (wheeled frame to assist mobility)περιπατητήρας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)πι ουσ ουδ άκλ
tightrope walker n (performer who walks on high wire)σχοινοβάτης ουσ αρσ
 Tightrope walkers are also known as a funambulists.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'walker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση walker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «walker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!