walk out



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
walk out vi + adv (exit on foot) (περπατώντας)φεύγω ρ αμ
  βγαίνω έξω ρ αμ + επίρ
  (επίσημο)αποχωρώ ρ αμ
  (κατά λέξη)φεύγω περπατώντας περίφρ
 Matthew walked out without replying.
walk out vi phrasal figurative (abandon [sth] or [sb](μεταφορικά)φεύγω ρ αμ
  (το άτομο)εγκαταλείπω, παρατώ ρ μ
 When Sally lost her job, her husband walked out.
 Όταν έχασε την δουλειά η Σάλυ, ο άντρας της την εγκατέλειψε.
walk out on [sb] v expr figurative (abandon, leave)εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ ρ μ
 Her boyfriend walked out on her when he discovered she was pregnant by another man.
 Julie walked out on her husband when things got tough.
 Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. // Η Τζούλη παράτησε τον άντρα της όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.
walk out of [sth] v expr (exit on foot)βγαίνω ρ αμ
  (κατά λέξη)βγαίνω περπατώντας περίφρ
 She walked out of the apartment, keys in hand.
 Instead of yelling, she decided to walk out of the office in silence.
 Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. // Αντί να φωνάξει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
walk out with [sb] v expr UK, dated (date) (μεταφορικά)βγαίνω με κπ ρ αμ + πρόθ
 The actress was reported to be walking out with a millionaire businessman.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
walk out on [sth] vtr phrasal insep figurative (refuse to fulfil obligation) (μεταφορικά)φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ ρ αμ + πρόθ
  εγκαταλείπω, παρατώ ρ μ
  (συμβόλαιο)σπάω ρ μ
 The player denied that he had any intention of walking out on his contract.
 Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'walk out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση walk out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «walk out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!