waffle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɒfəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌwɑfəl/ ,USA pronunciation: respelling(wof′əl)

Inflections of 'waffle' (v): (⇒ conjugate)
waffles
v 3rd person singular
waffling
v pres p
waffled
v past
waffled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
waffle n (food: grid cake)βάφλα ουσ θηλ
 Linda bought a waffle from a street vendor.
 Η Λίντα αγόρασε μια βάφλα από έναν πλανόδιο πωλητή.
waffle n mainly UK, informal (aimless talk or writing) (καθομιλουμένη)μπούρδες, μπαρούφες, φανφάρες ουσ θηλ πλ
  (επίσημο)αερολογίες ουσ θηλ πλ
 The pamphlet didn't really say anything specific; it was just waffle.
 Το φυλλάδιο δεν έλεγε κάτι συγκεκριμένο. Ήταν απλά μπαρούφες.
waffle vi mainly UK, informal (talk or write aimlessly)φλυαρώ ρ αμ
  (καθομ: ομιλία)το ρίχνω στο μπλαμπλα περίφρ
 James tends to waffle when he gets nervous.
 Ο Τζέιμς έχει την τάση να φλυαρεί όταν γίνεται νευρικός.
waffle vi (be indecisive) (δεν μπορώ)αμφιταλαντεύομαι ρ αμ
  (αποφεύγω)υπεκφεύγω ρ αμ
 You're always waffling; I wish you would make up your mind!
 Πάντα αμφιταλαντεύεσαι. Μακάρι να μπορούσες να πάρεις μια απόφαση!
waffle on [sth],
waffle over [sth]
vtr phrasal insep
US (be indecisive about) (δεν μπορώ)αμφιταλαντεύομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)το σκέφτομαι έκφρ
  (αποφεύγω)υπεκφεύγω ρ αμ
 The senator waffled on the decision for months.
 Ο γερουσιαστής αμφιταλαντευόταν για μήνες σχετικά με την απόφαση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
waffle on vi phrasal mainly UK, informal (talk aimlessly)μιλάω άσκοπα ρ αμ + επίρ
  αερολογώ ρ αμ
 The lecturer had been waffling on for an hour, and Karen felt herself getting sleepy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Belgian waffle n (grid cake) (γλυκό)Βελγική βάφλα επίθ + ουσ θηλ
  βάφλα ουσ θηλ
 Belgian waffles are fabulous with maple syrup and powdered sugar.
waffle back and forth v expr US, informal (change mind)αμφιταλαντεύομαι ρ αμ
  αλλάζω συνέχεια γνώμη περίφρ
waffle iron n (appliance for cooking waffles)ειδικό τηγάνι για βάφλες ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I burnt my finger on the waffle iron.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: go to the waffle house (for breakfast), a waffle [maker, iron], a waffle cone, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση waffle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «waffle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!