• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wacko,
whacko
n
US, pejorative, slang (insane person)τρελός, τρελή ουσ αρσ, ουσ θηλ
  τρελάρας, τρελιάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  μουρλός, μουρλή ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (αργκό)μουρλοκούκου ουσ αρσ/θηλ ακλ
 You're a real wacko!
wacko,
whacko
adj
US, pejorative, slang (insane, crazy)τρελός, παλαβός, μουρλός, θεότρελος, θεόμουρλος επίθ
  (μεταφορικά)για δέσιμο έκφρ
 Paula's new boyfriend is a little wacko, isn't he?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wacko στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wacko».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!