unfortunate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ʌnˈfɔːrʊnət/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ʌnˈfɔrtʃənɪt/ ,USA pronunciation: respelling(un fôrchə nit)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unfortunate adj (unlucky)ατυχής επίθ
  ατυχία, κακοτυχία ουσ θηλ
 It was unfortunate that Mark didn't buy a lottery ticket that night, as his numbers came up.
 Ήταν ατυχία που ο Μαρκ δεν είχε αγοράσει λαχείο εκείνο το βράδυ επειδή κληρώθηκαν τα νούμερά του.
unfortunate adj (people: suffering, unlucky)άτυχος, κακότυχος επίθ
  ατυχής επίθ
 We should all do what we can to help those unfortunate souls who live in poor conditions.
 Όλοι θα έπρεπε να κάνουμε ο,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε τους άτυχους ανθρώπους που ζουν υπό άσχημες συνθήκες.
unfortunate adj (not good) (μεταφορικά)ατυχής επίθ
  αποτυχημένος μτχ πρκ
 The minister gave an unfortunate speech, which was not well received by the audience.
 Ο υπουργός έδωσε μια αποτυχημένη ομιλία που δεν έτυχε καλής υποδοχής από το ακροατήριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unfortunate adj (action, choice: regrettable)ατυχής επίθ
 Jeremy's unfortunate blunder cost him his job.
unfortunate n literary (unlucky person)δύστυχος, δυστυχής επίθ ως ουσ αρσ
  κακόμοιρος, καημένος επίθ ως ουσ αρσ
 He is the unfortunate who lost his family in a fire.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
poor unfortunate n ([sb] wretched)κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος ουσ αρσ
Σχόλιο: ουσιαστικοποιημένα επίθετα
 That poor unfortunate lives under a bridge near the park.
 Ο κακομοίρης μένει κάτω από μια γέφυρα κοντά στο πάρκο.
poor unfortunate adj (wretched)καημένος, κακόμοιρος επίθ
 Those poor unfortunate children have nowhere to live.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unfortunate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an unfortunate [outcome, decision, result, choice], an unfortunate [end, ending, conclusion] (to), came to an unfortunate end, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unfortunate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unfortunate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!