thoroughly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈθʌrəli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
thoroughly adv (exhaustively)σχολαστικά, διεξοδικά επίρ
 Patricia checked all the details thoroughly.
 Η Πατρίτσια έλεγξε όλες τις λεπτομέρειες σχολαστικά.
thoroughly adv informal (completely, totally)εντελώς, απόλυτα επίρ
 Robert was thoroughly fed up after a day of dealing with unruly teenagers.
 Ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς μπουχτισμένος ύστερα από μια ημέρα ενασχόλησης με απείθαρχους εφήβους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'thoroughly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was thoroughly [enjoyable, pleasant, exciting], had a thoroughly enjoyable [time, trip, vacation], is a thoroughly good [show, movie, play, read], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση thoroughly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «thoroughly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!