tempered

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtɛmpərd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtɛmpɚd/ ,USA pronunciation: respelling(tempərd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: tempered, temper

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tempered adj (iron, steel: strengthened) (μεταλλουργία)που έχει υποστεί επαναφορά, που έχει υποστεί αναθέρμανση περίφρ
 The sword is made of tempered steel.
tempered adj (glass: strengthened)σκληρυμένος επίθ
  θερμικά σκληρυμένος φρ ως επίθ
 Tempered glass should be used for patio doors.
tempered,
-tempered
adj
(having a specified disposition)-θυμος επίθημα
Σχόλιο: Used in combination
Σχόλιο: Δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση.
 Janice is too hot-tempered to be a good team leader.
 Η Τζάνις είναι πολύ οξύθυμη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της αρχηγού ομάδας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
temper n (mood)διάθεση ουσ θηλ
 Try to find out what temper the boss is in, before you ask for your pay rise.
 Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση.
temper n (ability to get angry)θυμώνω εύκολα ρ αμ + επίρ
  (καθομιλουμένη)αρπάζομαι εύκολα ρ αμ + επίρ
  (είμαι)οξύθυμος επίθ
  (ιδιότητα)οξυθυμία, νευρικότητα ουσ θηλ
 Hannah has a temper; it's best not to upset her.
 Η Χάνα είναι οξύθυμη· καλύτερα μην την εκνευρίσεις.
temper [sth] vtr often passive (moderate, mitigate)μετριάζω ρ μ
  (κάτι κακό)απαλύνω, αμβλύνω ρ μ
  μειώνω ρ μ
 George's boss tempered her negative appraisal with a few positive comments.
 Karen's attraction to Brian was tempered by her knowledge of his criminal past.
 Το αφεντικό του Τζορτζ μετρίασε την αρνητική αξιολόγησή του με μερικά θετικά σχόλια.
 Η έλξη της Κάρεν για τον Μπράιαν μειώθηκε όταν έμαθε για το εγκληματικό παρελθόν του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
temper [sth] vtr (iron, steel: strengthen)κάνω επαναφορά περίφρ
  επαναφέρω ρ μ
 The blacksmith tempered the steel, making sure it was strong enough to withstand many years of use.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
tempered | temper
ΑγγλικάΕλληνικά
bad-tempered adj (grumpy)κατσούφης, γκρινιάρης επίθ
 Darla's piano teacher is a bad-tempered old man.
 Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος.
even-tempered adj (mild mannered)ήρεμος, ήπιος επίθ
  ήπιων τόνων φρ ως επίθ
 My father was an even-tempered man who never raised his voice.
evil-tempered adj (person: angry, bad-tempered)κακότροπος επίθ
  ευέξαπτος επίθ
  (καθομιλουμένη)τσαντίλας επίθ
 Helena crept into the office, hoping her evil-tempered boss wouldn't notice she was late.
good-tempered adj (pleasant personality)καλόκαρδος, ήρεμος επίθ
  (λόγιο)πράος επίθ
 Jenny's boss is good-tempered and makes work fun.
hotheaded,
hot-headed,
hot-tempered
adj
(easily angered)ευέξαπτος επίθ
  ευερέθιστος επίθ
  (καθομιλουμένη)τσαντίλας επίθ
 My hotheaded boss loses his temper over the slightest mistake.
ill-tempered adj (grumpy, argumentative)στριφνός επίθ
  ευερέθιστος επίθ
quick-tempered adj (easily angered)ευέξαπτος επίθ
  ευερέθιστος επίθ
  (καθομιλουμένη)τσαντίλας επίθ
 My mother is quick-tempered, so I always do my chores on time.
sharp-tempered adj (becomes angry suddenly)οξύθυμος επίθ
  που θυμώνει εύκολα έκφρ
  (καθομιλουμένη)που αρπάζεται εύκολα έκφρ
short-tempered adj (easily angered)ευέξαπτος, ευερέθιστος επίθ
  (ανεπίσημο)που αρπάζεται εύκολα περίφρ
 I can get very short-tempered when things don't go my way.
sweet tempered,
sweet-tempered
adj
(mild mannered, good natured)γλυκός, ήρεμος, ευγενικός επίθ
  (για ομιλία)γλυκομίλητος επίθ
  (για ομιλία)με τον καλό το λόγο έκφρ
tempered glass n (glass strengthened by heat treatment)ψημενο γυαλί ουσ ουδ
tempered safety glass n (glass strengthened by heat treatment)σκληρυμένο γυαλί ασφαλείας φρ ως ουσ ουδ
 The principal feature of tempered safety glass is its strength.
well-tempered adj (person: cheerful)ήρεμος επίθ
  με καλή διάθεση περίφρ
well-tempered adj (process: properly regulated)σωστά ρυθμισμένος, σωστά οργανωμένος περίφρ
  απρόσκοπτος, ομαλός επίθ
  (μεταφορικά)καλοκουρδισμένος μτχ πρκ
well-tempered adj (metal: strong)που έχει υποστεί σωστή επαναφορά περίφρ
well-tempered adj (musical instrument: tuned)καλοκουρδισμένος μτχ πρκ
  κουρδισμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tempered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tempered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tempered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!