WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
temping n | (temporary work) | προσωρινή εργασία ουσ θηλ |
| If you're having trouble finding a full-time job, you should try temping. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
temp n | abbreviation, informal (temporary worker) | προσωρινός υπάλληλος, προσωρινή υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| (άλλου υπαλλήλου) | αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The office got a temp in to cover when their receptionist went on holiday. |
temp⇒ vi | abbreviation, informal (work as a temp) | εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος περίφρ |
| (άλλου υπαλλήλου) | δουλεύω ως αντικαταστάτης, δουλεύω ως αντικαταστάτρια περίφρ |
| Students often temp during university vacations. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
temp adj | abbreviation, informal (temporary) | προσωρινός επίθ |
| Ethan is looking for a temp job for the summer. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: