• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: taken aback, take aback

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
taken aback adj (surprised, astonished)έκπληκτος επίθ
  άναυδος επίθ
  ξαφνιασμένος επίθ
  που έχει μείνει άναυδος, που απορεί, που ξαφνιάζεται περίφρ
 We were taken aback at his sudden admission.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
take [sb] aback vtr phrasal sep (surprise)ξαφνιάζω, εκπλήσσω ρ μ
Σχόλιο: Often in passive.
 She declined his offer of a job, which took him aback.
 I was really taken aback when she reacted so angrily.
 Απέρριψε την προσφορά εργασίας που της έκανε κι αυτό τον εξέπληξε. // Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν αντέδρασε τόσο θυμωμένα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση taken aback στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «taken aback».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!