startled

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstɑːtld/

From the verb startle: (⇒ conjugate)
startled is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: startled, startle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
startled adj (surprised)ξαφνιασμένος μτχ πρκ
  που ξαφνιάστηκε περίφρ
  (πιο έντονο)τρομαγμένος μτχ πρκ
  που τρόμαξε περίφρ
 The startled horse threw his rider and bolted for home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
startle [sb/sth] vtr (surprise, alarm)τρομάζω ρ μ
  (έκπληξη)ξαφνιάζω ρ μ
 You really startled us, bursting in like that.
 Πραγματικά μας τρόμαξες έτσι που όρμησες μέσα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'startled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a startled [deer, rabbit, child, baby], [gave, made] a startled [yelp, shriek, scream, yell], [a little, rather, quite, somewhat] startled, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση startled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «startled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!