taker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈteɪkər/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
taker n informal ([sb] willing to accept or partake) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)αυτός που είναι μέσα σε κτ έκφρ
 How about a game of soccer? Any takers?
 Τι λέτε να παίξουμε μπάλα; Είναι κανείς μέσα;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
census taker (information-gatherer)αυτός που διεξάγει δημοσκοπήσεις περίφρ
off-taker n (financial go-between) (οικονομία)αντισυμβαλλόμενος σε συμφωνία αγοραπωλησίας προϊόντων που ακόμα δεν έχουν παραχθεί
price taker n (economics: purchaser unable to affect price)αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
risk taker,
risk-taker,
risktaker
n
([sb] who lives dangerously)ριψοκίνδυνος ουσ αρσ
 I wasn't surprised when John sank all his money into that new business venture; he's always been a risk taker.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'taker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση taker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «taker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!