supplier

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/səˈplaɪər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
supplier n (company: provider) (προϊόντος)προμηθευτής, προμηθεύτρια ουσ αρσ/θηλ
  (υπηρεσίας)πάροχος, παροχέας ουσ αρσ
 We haven't received that order yet; can you phone the supplier and find out what the problem is?
 Δεν έχουμε λάβει ακόμα εκείνη την παραγγελία. Μπορείς να τηλεφωνήσεις στον προμηθευτή και να μάθεις τι πρόβλημα υπάρχει;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
power supplier,
energy supplier
n
(electricity/gas company)πάροχος ενέργειας φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'supplier' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a supplier directory, [an office-stationery, a beverage, a raw-material] supplier, a supplier of [gas, water, electricity], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση supplier στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «supplier».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!