stick up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: stick up, stick-up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stick [sb/sth] up,
stick up [sb/sth]
vtr phrasal sep
informal (carry out armed robbery on)διαπράττω ένοπλη ληστεία έκφρ
 A gang stuck up that bank over there last week.
 Μια συμμορία διέπραξε ένοπλη ληστεία σε εκείνη εκεί την τράπεζα την προηγούμενη εβδομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stick-up,
also US: stickup
n
informal (armed robbery)ένοπλη ληστεία επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
stick up | stick-up
ΑγγλικάΕλληνικά
stick up for [sb/sth] vtr phrasal insep informal (defend, support) (καθομιλουμένη)υπερασπίζομαι, υποστηρίζω ρ μ
 When the bullies came around, he stuck up for his little sister.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stick up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stick up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!