stewed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstjuːd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(sto̅o̅d, styo̅o̅d)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: stewed, stew

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stewed adj (cooked slowly in water)βραστός επίθ
  στην κατσαρόλα περίφρ
  γιαχνί, στιφάδο ουσ ουδ
  μαγειρευτός επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση.
 A popular food in the southern US is stewed tomatoes and okra.
 We had stewed apples with yogurt for dessert.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stew n (slow-cooked dish)βραστό επίθ ως ουσ ουδ
  στιφάδο ουσ ουδ
  (παλαιό)γιαχνί ουσ ουδ
Σχόλιο: Πρόκειται για φαγητό μαγειρεμένο σε κάποιο υγρό και σερβιρισμένο με τη σάλτσα που μένει. Ανάλογα με τη σάλτσα μπορεί και να αποδοθεί ως κοκκινιστό, λεμονάτο κλπ.
 Tom is making a stew for dinner.
 Ο Τομ φτιάχνει βραστό για βραδινό.
stew [sth] vtr (cook slowly)σιγοβράζω ρ μ
  (γενικότερα)σιγομαγειρεύω ρ μ
 Wendy stewed the beef until it was very tender.
 Η Γουέντυ σιγόβρασε το μοσχάρι μέχρι που έγινε πολύ τρυφερό.
stew vi (cook slowly)σιγοβράζω ρ αμ
  (γενικότερα)σιγομαγειρεύομαι ρ αμ
 The meat was stewing in a pan on the stove.
 Το κρέας σιγομαγειρευόταν σε ένα τηγάνι πάνω στο μάτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stew n (anxious state) (μεταφορικά: κάθομαι σε)αναμμένα κάρβουνα έκφρ
 Rob gets himself into such a stew the night before an exam.
stew vi figurative (be angry) (μεταφορικά, ανεπίσημο)βράζω στο ζουμί μου έκφρ
 After arguing with her parents the teenager stormed off to her bedroom to stew alone.
stew vi figurative (be anxious)αγχώνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ζορίζομαι ρ αμ
 If you think the boss has a problem with your work, don't stew over it; go and talk to him and find out.
stew [sth] vtr (tea: brew too long)παραβράζω ρ μ
 Mrs Jones had stewed the tea again, but Rachel drank it politely, even though it tasted awful.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
stew | stewed
ΑγγλικάΕλληνικά
beef stew n (dish: beef and vegetables)σούπα με μοσχαράκι ουσ θηλ
 After a hard day's work, Tom was overjoyed to have a beef stew waiting for him at home.
in a stew adj (agitated, flustered)εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος μτχ πρκ
  (ανεπίσημο)αρπαγμένος, τσιτωμένος μτχ πρκ
  (αργκό: με κτ)που τα έχει παρμένα περίφρ
 Agnes is always in a stew about something!
into a stew adv informal, figurative (agitated, flustered) (καθομιλουμένη)μες στα νεύρα, μες στην τσίτα φρ ως επίρ
  (μεταφορικά, επίσημο)εν βρασμώ έκφρ
Σχόλιο: Η ολοκληρωμένη αγγλική φράση (μαζί με το ρήμα) μπορεί να αποδοθεί και ως «τσιτώνω», «φρικάρω», «σκάω».
 Ben's worked himself into a stew over his meeting with the boss tomorrow.
lamb stew n (casserole containing young sheep's meat)αρνάκι ραγού περίφρ
mulligan n US, Can (mulligan stew)σούπα με ό,τι έχουμε πρόχειρο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
rabbit stew n (slow-cooked dish of rabbit meat)λαγός στιφάδο ουσ ουδ
 The chef was making a rabbit stew.
stew in your own juice (UK),
also US: stew in your own juices
v expr
informal, figurative (suffer consequences of actions) (μεταφορικά)όπως έστρωσα θα κοιμηθώ εκφρ
  υπομένω τις συνέπειες των πράξεών μου έκφρ
stewpot n (large cooking receptacle)κατσαρόλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stewed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stewed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stewed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!