• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stickiness n (viscosity, being sticky) (βαθμός)το πόσο κολλάει περίφρ
  (γεγονός)το ότι κολλάει περίφρ
  (επίσημο)κολλώδες επιθ ως ουσ
  (ζαργκόν)κολλότητα ουσ θηλ
 Ants sometimes get trapped in the stickiness of the inside of the pitcher plant.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stickiness n (sweatiness)το πόσο ιδρωμένος είμαι περίφρ
  το να νιώθω ότι κολλάω περίφρ
 Andrew hated the stickiness he felt when he left the gym.
stickiness n figurative (difficulty of a situation)δυσκολία ουσ θηλ
 When he looked down and saw the crocodiles, Indiana Jones realised the stickiness of his predicament.
stickiness n (humidity)υγρασία ουσ θηλ
  (κατά λέξη)το πόσο κολλάω περίφρ
 The stickiness in Bangkok can be very intense.
stickiness n (finance: slowness to change)το ότι κτ είναι αργό περίφρ
 The stickiness of the global market worries the investors.
 Η παγκόσμια αγορά κινείται αργά και αυτό ανησυχεί τους επενδυτές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stickiness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stickiness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stickiness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!