WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
spank [sb]⇒ vtr | (hit as punishment) | δέρνω ρ μ |
| (ανεπίσημο) | τις βρέχω σε κπ έκφρ |
| Ellen spanked her son when she found out he'd been bullying younger children at school. |
| Η Έλεν έδειρε τον γιο της όταν ανακάλυψε πως εκφόβιζε μικρότερα παιδιά στο σχολείο. |
spank [sb] vtr | (sexual hit) (καθομιλουμένη) | δίνω ξυλιές σε κπ περίφρ |
| (ανεπίσημο) | τις βρέχω σε κπ έκφρ |
| Tom likes his partners to spank him. |
| Στον Τομ αρέσει οι σύντροφοί του να του δίνουν ξυλιές. |
spank n | (hit as punishment) | ξυλιά ουσ θηλ |
| | χτύπημα ουσ ουδ |
| The dog felt a spank when it tried to steal food from the table. |
| Ο σκύλος έφαγε μια ξυλιά όταν πήγε να κλέψει φαγητό από το τραπέζι. |
spank n | (sexual hit) | ξυλιά ουσ θηλ |
| | χτύπημα ουσ ουδ |
| Harry's spanks were getting Laura very turned on. |
| Οι ξυλιές του Χάρυ άναβαν πολύ τη Λώρα. |