smirk

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsmɜːrk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/smɝk/ ,USA pronunciation: respelling(smûrk)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smirk vi (smile smugly, scornfully)χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα ρ αμ + επίρ
  χαμογελώ χαιρέκακα ρ αμ + επίρ
  (λόγιος)μειδιώ, μειδιάζω ρ αμ
 Janet couldn't stand her boss, so she smirked when she heard he'd been fired.
 Η Τζάνετ δεν άντεχε το αφεντικό της και έτσι μειδίασε όταν άκουσε πως τον απόλυσαν.
smirk n (smug or scornful smile)πονηρό χαμόγελο, αυτάρεσκο χαμόγελο επίθ + ουσ ουδ
  χαιρέκακο χαμόγελο επίθ + ουσ ουδ
  (λόγιος)μειδίαμα ουσ ουδ
 Tom's smirk showed that he thought he'd won the argument.
 Το χαιρέκακο χαμόγελο του Τομ έδειχνε πως νόμιζε ότι είχε κερδίσει τον καυγά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: a [triumphant, playful, sarcastic, self-satisfied, mischievous] smirk, has a [triumphant] smirk in the photo, am going to wipe that smirk off your face, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση smirk στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «smirk».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!