WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
smirk⇒ vi | (smile smugly, scornfully) | χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα ρ αμ + επίρ |
| | χαμογελώ χαιρέκακα ρ αμ + επίρ |
| (λόγιος) | μειδιώ, μειδιάζω ρ αμ |
| Janet couldn't stand her boss, so she smirked when she heard he'd been fired. |
| Η Τζάνετ δεν άντεχε το αφεντικό της και έτσι μειδίασε όταν άκουσε πως τον απόλυσαν. |
smirk n | (smug or scornful smile) | πονηρό χαμόγελο, αυτάρεσκο χαμόγελο επίθ + ουσ ουδ |
| | χαιρέκακο χαμόγελο επίθ + ουσ ουδ |
| (λόγιος) | μειδίαμα ουσ ουδ |
| Tom's smirk showed that he thought he'd won the argument. |
| Το χαιρέκακο χαμόγελο του Τομ έδειχνε πως νόμιζε ότι είχε κερδίσει τον καυγά. |