• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smirch [sth],
besmirch
vtr
(dirty, soil)λερώνω, λεκιάζω, βρομίζω ρ μ
smirch [sb/sth],
besmirch
vtr
figurative (defame) (μτφ: τιμή, υπόληψη)σπιλώνω, αμαυρώνω ρ μ
  στιγματίζω ρ μ
  κηλιδώνω ρ μ
smirch n figurative (stain on reputation) (μεταφορικά)λάσπη ουσ θηλ
  κηλίδα ουσ θηλ
  στίγμα ουσ ουδ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αμαύρωσαν το όνομά του με τόνους λάσπης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση smirch στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «smirch».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!