• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: shouted, shout

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shouted adj (yelled)φωναχτός επίθ
  που λέγεται φωνάζοντας περίφρ
  που τον φωνάζει κτ περίφρ
 The players had difficulty hearing the shouted instructions from the coach.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shout vi (yell)φωνάζω ρ αμ
  κραυγάζω ρ αμ
 Fiona could hear the boss shouting from outside the building.
 Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε.
shout vi (talk too loudly)φωνάζω ρ αμ
 I'm right next to you; there's no need to shout!
 Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις!
shout [sth] vtr (say loudly)φωνάζω ρ μ
 Jim shouted something out of the window, but I couldn't hear what he was saying.
 Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω.
shout at [sb] vi + prep (raise your voice angrily at)φωνάζω σε κπ ρ αμ + πρόθ
  βάζω τις φωνές σε κπ έκφρ
 If I don't shout at the children, they take no notice of me.
 Αν δεν φωνάξω στα παιδιά, δεν με προσέχουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shout n (yell)φωνή, κραυγή ουσ θηλ
 The hunter gave a shout when he spotted his quarry.
shout n informal, UK, AU (treat)κέρασμα ουσ ουδ
  κερνάω ρ αμ
 Do you fancy going out for dinner tonight? My shout.
shout [sb] [sth] vtr informal, UK, AU (buy drink, etc. for [sb])κερνάω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Chris shouted Mark a beer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
shout | shouted
ΑγγλικάΕλληνικά
shout [sb] down vtr phrasal sep (speak more loudly than)μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει περίφρ
  (στο λόγο)φωνάζω και δεν αφήνω κπ να ακουστεί περίφρ
  φωνάζω για να μην αφήσω κπ να μιλήσει περίφρ
  καλύπτω κπ με τη φωνή μου περίφρ
 Jennifer tried to talk at the convention but the delegates shouted her down.
 Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί.
shout [sth] out,
shout out [sth]
vtr phrasal sep
(say aloud)φωνάζω ρ μ + επίθ
 The teacher told her to put up her hand instead of shouting out the answer.
 Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση.
shout out vi phrasal (call, cry)φωνάζω, ουρλιάζω ρ αμ
  (πόνος)αφήνω μια κραυγή περίφρ
 He shouted out in pain.
 Φώναξε από τον πόνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shout | shouted
ΑγγλικάΕλληνικά
give [sb] a shout-out,
give a shout-out to [sb]
v expr
informal (acknowledge by name)κάνω μνεία σε κπ περίφρ
Σχόλιο: Στην καθομιλουμένη δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και απαιτείται πιο γενικευμένη απόδοση, πχ «Κατά την ομιλία του ο μαθητής ευχαρίστησε τους καθηγητές που τον ενθάρρυναν».
 During his speech, the student gave a shout-out to the teachers who had encouraged him.
shout [sb] a beer v expr UK, slang (buy a beer for [sb] in pub or bar)κερνάω μια μπύρα περίφρ
shout your head off v expr figurative, informal (rant, shout at length)ουρλιάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ξελαρυγγιάζομαι ρ αμ
 He was shouting his head off but nobody heard him over the noise of the crowd. OK, I heard you - you don't have to shout your head off!
shout-out,
also US: shoutout
n
informal (acknowledgment)έκφραση αναγνώρισης φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μπράβο ουσ ουδ άκλ
  ζήτω ουσ ουδ άκλ
 Paid subscribers to the podcast get a shout-out at the end of each episode.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shouted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shouted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!