serene

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/sɪˈriːn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/səˈrin/ ,USA pronunciation: respelling(sə rēn)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
serene adj (person: mentally calm)γαλήνιος, ήρεμος επίθ
 In the midst of all the upheaval my brother remained serene.
 Μέσα σε όλη την αναστάτωση, ο αδερφός μου παρέμεινε γαλήνιος (or: ήρεμος).
serene adj (water, etc.: tranquil) (νερό)γαλήνιος, ήρεμος επίθ
 We took the boat out on the serene waters of the lake.
 Βγάλαμε τη βάρκα στα ήρεμα νερά της λίμνης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Serene Highness n (Thailand: noble title)βασιλικός τίτλος στην Ταϊλάνδη
Σχόλιο: This term is often preceded by a possessive pronoun (ie, "his," "her," "your").
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'serene' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση serene στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «serene».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!