sergeant

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɑːrənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɑrdʒənt/ ,USA pronunciation: respelling(särjənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: sergeant, Sgt.
Ο όρος 'sergeant' παραπέμπει στον όρο 'Sgt.'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'sergeant' is cross-referenced with 'Sgt.'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sergeant n (military rank) (βαθμός στον στρατό)λοχίας ουσ αρσ/θηλ
  (στην αεροπορία)σμηνίας ουσ αρσ/θηλ
 Andrew was a diligent soldier and quickly moved up to sergeant.
sergeant n (military officer) (αξιωματούχος στον στρατό)λοχίας ουσ αρσ/θηλ
  (στην αεροπορία)σμηνίας ουσ αρσ/θηλ
 Gina became a sergeant after her tour in Iraq.
sergeant n (police rank: second in command) (βαθμός στην αστυνομία)αρχιφύλακας ουσ αρσ
 Rita started as a lowly officer, but soon moved up to sergeant.
sergeant n (police officer: second in command) (αξιωματούχος της αστυνομίας)αρχιφύλακας ουσ αρσ
 The sergeant is on duty until 6:00.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Sgt. n written, abbreviation (military, police: Sergeant) (στον στρατό)λοχίας ουσ αρσ/θηλ
  (στην αεροπορία)σμηνίας ουσ αρσ/θηλ
  (στην αστυνομία)αρχιφύλακας ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
sergeant | Sgt.
ΑγγλικάΕλληνικά
drill sergeant n (military)στρατιωτικός εκπαιδευτής, λοχίας εκπαιδευτής επίθ+ουσ
 The job of the drill sergeant was to create soldiers out of boys.
 Αποστολή του στρατιωτικού εκπαιδευτή είναι να κάνει τα αγόρια στρατιώτες.
gunnery sergeant n US (marine officer)μη διαθέσιμη μετάφραση
 In the U.S. Marine Corps, a Gunnery Sergeant (pay rate E-7) ranks between a Staff Sergeant and a Master Sergeant.
master sergeant n (military: noncommissioned officer)αρχιλοχίας ουσ αρσ/θηλ
 Andrew was promoted to the rank of master sergeant.
police sergeant n (rank of police officer)αρχιφύλακας ουσ αρσ
 The police sergeant had three stripes on the sleeve of his uniform.
sergeant at arms n (officer of a court, etc.)αστυνομικός του δικαστηρίου φρ ως ουσ αρσ
  αστυνομικός του κοινοβουλίου φρ ως ουσ αρσ
sergeant major n (military officer)αρχιλοχίας ουσ αρσ
staff sergeant n US (US Air Force) (αεροπορία)αρχισμηνίας ουσ αρσ/θηλ
staff sergeant n US (US Army) (στρατός ξηράς)αρχιλοχίας ουσ αρσ/θηλ
staff sergeant n US (US Marine Corps) (ναυτικό)αρχικελευστής ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sergeant' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sergeant στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sergeant».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!