searching

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɜːrtʃɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɝtʃɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(sûrching)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: searching, search

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
searching adj (probing, incisive)διεισδυτικός, ερευνητικός επίθ
 The detective gave her a searching look.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
search vi (look for [sth])ψάχνω ρ αμ
 The detectives searched for days, but they could not find any evidence.
 Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις.
search for [sth] vi + prep (look for [sth])ψάχνω ρ μ
  αναζητώ ρ μ
  γυρεύω ρ μ
 He is searching for his keys.
 Ψάχνει τα κλειδιά του.
search [sth] vtr (look in, examine)ψάχνω, ερευνώ ρ μ
 The police searched the building but there was no sign of the kidnapper.
 Η αστυνομία έψαξε το κτίριο, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη του απαγωγέα.
search [sth] for [sth/sb] vtr + prep (examine for)ψάχνω ρ μ
 Jessica searched her office for her keys.
 Η Τζέσικα έψαξε το γραφείο της για να βρει τα κλειδιά της.
search for [sth] vi + prep (look on internet)ψάχνω, αναζητώ ρ μ
  κάνω αναζήτηση περίφρ
 He searched for the answer online.
 Αναζήτησε την απάντηση στο διαδίκτυο.
 Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.
search [sb] vtr (frisk)κάνω σωματική έρευνα περίφρ
  (καθομ, μεταφορικά)ψάχνω ρ μ
 The security guard searched everybody who entered the building.
 Ο φύλακας έκανε σωματική έρευνα σε όλους όσους έμπαιναν στο κτίριο.
search n (attempt to find)έρευνα, αναζήτηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ψάξιμο ουσ ουδ
 The search for his brother continued.
 My search for a first edition of my mother's favourite book was successful in the end.
 Η έρευνα για τον αδερφό του συνεχίστηκε.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήθελε τόσο πολύ να βρει τα έγγραφα, που συνέχισε το ψάξιμο όλη τη νύχτα.
search n (using internet to find [sth])αναζήτηση ουσ θηλ
 Emma's search for images of the moon landings returned a lot of results.
 Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
search | searching
ΑγγλικάΕλληνικά
search [sth] out vtr phrasal sep (hunt for, seek)ψάχνω, αναζητώ ρ μ
  (έμφαση στο αποτέλεσμα)ανακαλύπτω, βρίσκω ρ μ
 We spent months searching out the best Thai restaurant in the city.
search [sth] up,
search up [sth]
vtr phrasal sep
colloquial (look [sth] up online)ψάχνω ρ μ
  ψάχνω κτ στο ίντερνετ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
searching | search
ΑγγλικάΕλληνικά
heart-searching n (examination of your feelings)ενδοσκόπηση ουσ θηλ
soul-searching n (self-examination)αυτοεξέταση ουσ θηλ
  ενδοσκόπηση ουσ θηλ
  περισυλλογή ουσ θηλ
soul-searching adj (related to self-analysis)ενδοσκοπικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'searching' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση searching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «searching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!