WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| searing adj | (heat: scorching) | που καίει περίφρ |
| | | καυτός επίθ |
| | (ζέστη) | αφόρητος επίθ |
| | (μεταφορικά: θερμοκρασία, μέρος) | φούρνος ουσ αρσ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν περιγράφει τη ζέστη, αποδίδεται ως έντονος, αποπνικτικός, απίστευτος κλπ. |
| | The tourists were suffering in the searing heat of the midday sun. |
| | Οι τουρίστες υπέφεραν στον καυτό ήλιο του μεσημεριού. |
| | Οι τουρίστες υπέφεραν στην αφόρητη ζέστη του ήλιο το καταμεσήμερο. |
| searing adj | figurative (harshly critical) (μεταφορικά) | καυστικός επίθ |
| | (μεταφορικά) | δριμύς, οξύς επίθ |
| | The critic wrote a searing review of the play. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sear [sth]⇒ vtr | (cookery: char surface of) (ζαργκόν: μαγειρική) | θωρακίζω ρ μ |
| | The chef seared the tuna on both sides. |
| sear [sth] vtr | (burn, scorch) | καυτηριάζω ρ μ |
| | | καψαλίζω ρ μ |
| | (απλούστερα) | καίω ρ μ |
| | The hot burner seared Krista's hand when she accidentally touched it. |
| sear⇒ vi | (pain: cause burning sensation) | καίω, τσούζω ρ αμ |
| | My ear was searing from the infection. |