scold

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskəʊld/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/skoʊld/ ,USA pronunciation: respelling(skōld)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scold [sb] vtr (reprimand)μαλώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κατσαδιάζω ρ μ
  (αργκό)τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ έκφρ
  (επίσημο)επιπλήττω ρ μ
 Beth scolded Amy for going out in the rain without a coat.
 Η Μπεθ μάλωσε την Έιμι επειδή βγήκε στη βροχή χωρίς να φορέσει παλτό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scold n (person who finds fault)επικριτικός επίθ
  (καθομιλουμένη)γκρινιάρης, γκρινιάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)μίρλας ουσ αρσ
 Cathy is a scold; she's always finding fault with people.
scold vi (use harsh words)φωνάζω ρ αμ
  (λόγιος: φωνάζω)ωρύομαι ρ αμ
  (ανεπ: με βρισιές ή χωρίς)βρίζω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά)χώνω, τα χώνω έκφρ
 It wasn't Rick's fault he was late getting home, but his father didn't want to listen to his excuses; he just stood there and scolded.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'scold' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: scolded her [children, students, husband], she was scolded by her [mother], scolded her for [doing, going, having], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scold στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scold».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!